-
1 οπταω
ион. ὀπτέω1) жарить(κρέα Hom., Xen., Plat.)
2) печь(πλακοῦντας Arph.: ἄρτους Xen.)
3) обжигать(χύτρα ὠπτημένη Plat.; ὅ ὀπτώμενος κέραμος Arst.)
4) жечь, выжигать, сушить(ἥ γῆ ὀπτᾶται ὑπὸ τοῦ ἡλίου Xen.)
5) перен. иссушать, томить, pass. сохнуть(ἐκ Ἀφροδίτης Theocr.)
См. также в других словарях:
πλακουντάς — ᾱ, ὁ, Α πλακουντάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ άς)] … Dictionary of Greek
πλακούντας — ο βλ. πλακούς … Dictionary of Greek
πλακούντας — ο 1. γλυκιά πίτα από ζυμάρι, καθώς και διάφορα τέτοια γλυκίσματα. 2. ύλη πιεσμένη σε πλάκες. 3. όργανο της γυναίκας που κυοφορεί, απ όπου τρέφεται το έμβρυο και το οποίο αποβάλλεται αμέσως μετά τον τοκετό, αλλιώς ύστερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πλακοῦντας — πλακόω face with pres part act masc acc pl πλακοῦς flat cake masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προδρομικός — ή, ό / προδρομικός, ή, ον, ΝΜ [πρόδρομος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.) 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει… … Dictionary of Greek
έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… … Dictionary of Greek
αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… … Dictionary of Greek
αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… … Dictionary of Greek
αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… … Dictionary of Greek
εφίερος — ἐφίερος, ον (Α) 1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον α) ιερός άρτος β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός] … Dictionary of Greek
θιαγών — θιαγών, όνος, ὁ (Α) αιτωλικός πλακούντας, είδος πίτας ή άρτου, που προσφερόταν σε θυσία … Dictionary of Greek