Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πλακοῦντας

См. также в других словарях:

  • πλακουντάς — ᾱ, ὁ, Α πλακουντάριος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακοῦς, οῦντος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ άς)] …   Dictionary of Greek

  • πλακούντας — ο βλ. πλακούς …   Dictionary of Greek

  • πλακούντας — ο 1. γλυκιά πίτα από ζυμάρι, καθώς και διάφορα τέτοια γλυκίσματα. 2. ύλη πιεσμένη σε πλάκες. 3. όργανο της γυναίκας που κυοφορεί, απ όπου τρέφεται το έμβρυο και το οποίο αποβάλλεται αμέσως μετά τον τοκετό, αλλιώς ύστερο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλακοῦντας — πλακόω face with pres part act masc acc pl πλακοῦς flat cake masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προδρομικός — ή, ό / προδρομικός, ή, ον, ΝΜ [πρόδρομος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε πρόδρομο, σε πρωτοπόρο (α. «προδρομικός ποιητής» β. «προδρομική σκέψη» γ. «τὸ προδρομικὸν ὁ θεῑος ζῆλος ἐν αὐτῷ πῡρ ἀνέκαιε», Ευστ.) 2. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει… …   Dictionary of Greek

  • έμβρυο — Κάθε ζωικός οργανισμός στα στάδια ανάπτυξής του από το ζυγωτό (γονιμοποιημένο ωάριο) έως την απελευθέρωσή του στο περιβάλλον (μέσω εκκόλαψης ή τοκετού). Ειδικότερα έ. ονομάζεται ο οργανισμός έως το στάδιο της ολοκλήρωσης της ιστογένεσης, η οποία… …   Dictionary of Greek

  • αγγείο — I (Βοτ.). Το ξυλώδες στοιχείο που αποτελεί μέρος του κυκλοφορικού συστήματος των αγγειωδών φυτών· το σύνολο των α. συγκροτεί ένα πυκνό και πολύπλοκο δίκτυο αγωγών, που διατρέχει ολόκληρο το φυτικό σώμα από τις ρίζες έως τις νευρώσεις των φύλλων.… …   Dictionary of Greek

  • αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… …   Dictionary of Greek

  • αποκόλληση — Παθολογικός αποχωρισμός ιστών στα μέρη με τα οποία συνδέονται ή συμφύονται φυσιολογικά. Οι α. μπορεί να παρατηρηθούν σε διάφορα σημεία του οργανισμού, στο δέρμα, στο περιόστεο κλπ. α. των επιφύσεων στα παιδιά.Πάθηση κατά την οποία προκαλείται… …   Dictionary of Greek

  • εφίερος — ἐφίερος, ον (Α) 1. είδος ψωμιού, πλακούντας, πίτα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐφίερον α) ιερός άρτος β) θρησκευτική ποινή, επιτίμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱερός] …   Dictionary of Greek

  • θιαγών — θιαγών, όνος, ὁ (Α) αιτωλικός πλακούντας, είδος πίτας ή άρτου, που προσφερόταν σε θυσία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»