-
1 ἐγκρούω
A knock or hammer in,παττάλους εἰς τὸν τοῖχον Ar.V. 130
;ἥλους εἰς τὰ ὑποδήματα Thphr.Char.4.13
; strike, ἐγκρούουσα ποσσὶ λάλους πτέρυγας, of the locust, AP7.195.4 (Mel.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐγκρούω
-
2 πάσσαλος
πάσσᾰλος, [dialect] Att. [pref] πάττ-, ὁ, [dialect] Ep. gen. πασσαλόφι (v. infr.), ([etym.] πήγνυμι)A peg on which to hang clothes, arms, etc.,ἀπὸ πασσαλόφι ζυγὸν ᾕρεον Il. 24.268
, cf. 5.209 ;ἀπὸ πασσάλου αἴνυτο τόξον Od. 21.53
;ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν' Pi.O.1.17
, cf. B.Scol.Oxy.1361.1.1 ;ἐκ πασσαλόφι κρέμασεν φόρμιγγα Od.8.67
;χαλινοὺς.. ἐκ πασσάλων δέουσι Hdt.4.72
, v. ἐκ 1.6 ;[χιτῶνα] πασσάλῳ ἀγκρεμάσασα Od.1.440
;κύλιξ.. κρέμαται περὶ πασσαλόφιν Hermipp.55
;ἐπὶ τῶν παττάλων Arist.PA 681a25
; ; peg for making a hole in a vine-stem, Thphr.HP2.5.5, CP3.12.1 ; used to force open the mouth or as a gag, Ar.Eq. 376, Th. 222 ; of stakes used to mark boundaries, IG14.352i38 ([place name] Halaesa) ; pale, Apollod. Poliorc. 140.7, al.:—prov. of things very small or worthless, ἔχουσι μηδὲ πάτταλον not a pin (i. e. no part of their fee), Ar.Ec. 284 ;μηδὲ π. καταλιπεῖν Luc.Jud.Voc.9
;παττάλου γυμνότερος Aristaenet.2.18
; alsoπάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται Eust. 126.13
, cf. Com.Adesp.494 ; εἶναι ἐν πασσάλοις, i.e. to be hung up, not in use, Lib.Or.1.268.II from the like ness of form,2 = ἵππος ὀρθόκωλος, Hippiatr.115.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάσσαλος
См. также в других словарях:
πάσσαλος — ο, ΝΜΑ, αττ. τ. πάτταλος, Α 1. ράβδος από ξύλο με μυτερό το ένα άκρο για να μπορεί να μπήγεται στο έδαφος, παλούκι («χαλινούς... ἐκ πασσάλων δέουσι», Ηρόδ.) 2. παροιμ. φρ. «πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται» το κακό καταπολεμάται με κακό νεοελλ. τεχνολ … Dictionary of Greek