Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(παρακοπά

См. также в других словарях:

  • παρακοπά — παρακοπά̱ , παρακοπή infatuation fem nom/voc/acc dual παρακοπά̱ , παρακοπή infatuation fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παράκοπα — παράκοπος frenzied neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακοπάς — παρακοπά̱ς , παρακοπή infatuation fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»