-
1 αισχρομητις
См. также в других словарях:
παρακοπά — παρακοπά̱ , παρακοπή infatuation fem nom/voc/acc dual παρακοπά̱ , παρακοπή infatuation fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράκοπα — παράκοπος frenzied neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρακοπάς — παρακοπά̱ς , παρακοπή infatuation fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτοπήμων — ονος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + πήμων… … Dictionary of Greek