Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(πανταχόσε

См. также в других словарях:

  • πανταχόσε — indeclform (adverb) πανταχοῖ in every direction indeclform (adverb) πανταχοῦ everywhere indeclform (adverb) πανταχῶς in all ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανταχόσε — Α επίρρ. προς κάθε κατεύθυνση, παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + ουρανικό πρόσφυμα αχ + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. πολλαχόσε), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *πανταχός] …   Dictionary of Greek

  • πανταχόσ' — πανταχόσε , πανταχόσε indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχοῖ in every direction indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχοῦ everywhere indeclform (adverb) πανταχόσε , πανταχῶς in all ways indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφοιτώ — (AM ἐπιφοιτῶ, άω και ιων. έω) νεοελλ. μσν. κατεβαίνω σε κάποιον από πάνω, από τον ουρανό, εμπνέω (α. «επιφοίτησε πνεύμα αγάπης και ειρήνης στον κόσμο» β. «το Αγιο Πνεύμα επιφοίτησε στους Αποστόλους») αρχ. 1. πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω («πλεῡνοι …   Dictionary of Greek

  • πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»