-
1 ουρα
(ᾱ), эп.-ион. οὐρή ἥ1) (только животных; ср. ὀρροπύγιον) хвост Hom., Her., Eur., Xen. etc.2) воен. хвост колонны, арьергард или тыл(ἥ οὐ. τοῦ κέρατος Xen.)
ἐπὴ и κατ΄ οὐράν Xen. — в затылок;ἐπ΄ οὐρᾷ Xen. — в тылу;κατ΄ οὐρὰν προσπίπτειν Polyb. — ударить в тыл3) Soph. = αἰδοῖον См. αιδοιον -
2 ουρά
η1) хвост; 2) конец, край, кончик; 3) очередь; хвост (разг);κάθομαι στην ουρά — или κάνω ουρά — стоять в очереди;
§ βάζω την ουρά στα σκέλια — или μαζεύω την ουρά — поджать хвост;
σηκώνω την ουρά μου — задрать хвост;
κουνώ την ουρά μου — вилять хвостом (о собаке);
χώνω πόντου την ουρά μου — соваться во все дела, вмешиваться не в свои дела;
γίνομαι ( — или σέρνομαι στην) ουρά — а) следовать за кем-л. как собака; — б) плестись в хвосте;
κουνάει την ουρά της — мести хвостом (о женщине);
έχει κομμένη την ουρά του — он перестал задирать нос;
με ουρά — очень много, огромное количество;
ψέμματα με ουρά — чудовищная ложь;
λίρα ( — или παράς) με ουρά — денег до чёрта;
πίσω έχει η αχλάδα την ουρά — погов, цыплят по осени считают
-
3 οὐρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > οὐρά
-
4 ουρά
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ουρά
-
5 οὐρά
хвост.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὐρά
-
6 οὐρὰ
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > οὐρὰ
-
7 ουρά
[ура] ουσ θ хвост, очередь. -
8 Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
– Από χείλη σε χείλη το μαθαίνουν χίλιοι– Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της– Το μυστικό που το ξέρουνε τρεις, το ξέρουν όλοι• Сказал другу, а пошло по кругу• Свинья борову, а боров всему городу• Скажешь курице, а она всей улицеИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Εγώ το λέω στη γάτα μου και η γάτα στην ουρά της
-
9 αλογο(ν)ουρά
η конский хвост -
10 αλογο(ν)ουρά
η конский хвост -
11 σταχτοκουλ(λ)ούρα
η подовая булочка -
12 σταχτοκουλ(λ)ούρα
η подовая булочка -
13 Άμα δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, δεν παν τα σκυλιά κοντά
• Если сучка не захочет, кобель не вскочитИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Άμα δεν κουνήσει η σκύλα την ουρά, δεν παν τα σκυλιά κοντά
-
14 Έχει παρά με ουρά
• Денег куры не клюютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Έχει παρά με ουρά
-
15 Η πονηρή αλεπού κρυβόταν, μα η ουρά της φαινόταν
• Хитри, да хвост береги• Как мудро ни шей, а все шов виденИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η πονηρή αλεπού κρυβόταν, μα η ουρά της φαινόταν
-
16 Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
• Цыплят по осени считаютИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά
-
17 Τώρα έφαγες το βόδι, θ'αφήσεις την ουρά;
• Сейчас, когда съел быка, неужели оставишь хвост?Источник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τώρα έφαγες το βόδι, θ'αφήσεις την ουρά;
-
18 ντούρος
ούρα, ο1) твёрдый, несгибаемый, прочный, крепкий; 2) прямой, стройный; ντούρα κορμοστασιά стройная фигура -
19 πούρος
ούρα, ο чистый, без примеси, несмешанный; настоящий (тж. перен.);πούρος πατριώτης — настоящий патриот
-
20 σκούρος
ούρα, ο1) тёмный, темноватый; 2) перен. затруднительный; трудный, тяжёлый;είναι πολύ σκούρα τα πράγματα — положение очень затруднительное;
τα βρίσκω σκούρο — наталкиваться на препятствия, трудности; — оказываться в затруднительном положении;
σκούρα τα βλέπω τα πράγματα — я считаю положение опасным
См. также в других словарях:
οὐρά — οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc/acc dual οὐρά̱ , οὐρά tail fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρᾷ — οὐρά tail fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουρά — η 1. το άκρο όπου τελειώνει η σπονδυλική στήλη των σπονδυλωτών ζώων: Ουρά του ελέφαντα, του αλόγου κτλ. 2. μτφ., καθετί που μοιάζει με ουρά: Ουρά χαρταετού, φορέματος, του γράμματος ρ, του αεροπλάνου κτλ. 3. οπισθοφυλακή στρατεύματος. 4. το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ούρα — κατάλ. θηλυκών ουσ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από τη λατ. κατάλ. ura (πρβλ. λατ. clausura, figura), ενώ, κατ άλλη απόψη πρόκειται για μεγεθυντική κατάλ. τών ουσ. σε ούρι(ον), πρβλ. και ουρία.Παραδείγματα ουσ. σε ούρα: αγιαστούρα,… … Dictionary of Greek
ούρα — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
οὖρα — οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc pl οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχτοκουλ(λ)ούρα — η, Ν κουλούρα ψημένη σε καυτή στάχτη, στη χόβολη … Dictionary of Greek
κούτσουρος — ούρα, ο κολοβός, με κομμένη ουρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτσο * + ουρος (< ουρά), πρβλ. μελάν ουρος] … Dictionary of Greek
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)