Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(οἶκον

  • 41 передаточный

    επ.
    μεταδοτικός, της μετάδοσης•

    -ые рмни λωριά μετάδοσης της κίνησης.

    || της διαβίβασης•

    передаточный пункт κέντρο διαβιβάσεων•

    - ая надпись (οικον.) οπισθογράφηση.

    Большой русско-греческий словарь > передаточный

  • 42 предприятие

    ουδ.
    1. επιχείρηση, απόπειρα•

    его предприятие увенчалось успехом η επιχείρηση του πέτυχε ολοκληρωτικά.

    2. (οικον.)
    επιχείρηση•

    частное предприятие ιδιωτική επιχείρηση•

    государственное предприятие κρατική επιχείρηση.

    Большой русско-греческий словарь > предприятие

  • 43 премия

    θ.
    1. βραβείο αριστείο.
    2. το πριμ (χρηματική αμοιβή)•

    премия за выполнение плана πριμ για την εκπλήρωση του πλάνου.

    3. (οικον.) το ασφάλιστρο (χρηματικό ποσό).
    4. δωρεάν παράρτημα περιοδικού ή εφημερίδας.

    Большой русско-греческий словарь > премия

  • 44 преференциальный

    επ. (οικον.) ευνοϊκός, επωφελής.

    Большой русско-греческий словарь > преференциальный

  • 45 преференция

    θ. (οικον.) προτίμηση, πρόκριση.

    Большой русско-греческий словарь > преференция

  • 46 прибавочный

    επ. (επι)πρόσθετος• συμπληρωματικός•

    -ая плата επιπρόσθετη πληρωμή•

    труд πρόσθετη εργασία.

    εκφρ.
    - ая стоимость – (οικον.) υπεραξία.

    Большой русско-греческий словарь > прибавочный

  • 47 протестовать

    -тую -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протестовавши, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ.
    1. διαμαρτύρομαι•

    протестовать против насилия διαμαρτύρομαι κατά της βίας.

    2. ρ.δ.κ.σ. (οικον.) διαμαρτυρώ (συναλλαγματική κ.τ.τ.).
    διαμαρτύρομαι (για συναλλαγματική κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > протестовать

  • 48 сервис

    α.
    (γραπ. λόγος)• εξυπηρέτηση κατ οίκον.

    Большой русско-греческий словарь > сервис

  • 49 титул

    α.
    1. τίτλος (τιμητική προσηγορία).
    2. επιγραφή βιβλίου.
    3. (οικον.) τίτλος.
    4. (νομ.) τίτλος•

    титул собственности τίτλος κυρ ιότητας.

    Большой русско-греческий словарь > титул

  • 50 участник

    α.
    -ца, -ы θ.
    1. συμμέτοχος, συνεργός•

    участник заговора ο συνωμότης•

    -и войны οι συμπολεμιστές, οι συμμαχητές.

    2. μέλος•

    участник кружка το μέλος του ομίλου•

    участник экспедиции μέλος αποστολής.

    3. (οικον.) μέτοχος• συνέταιρος.

    Большой русско-греческий словарь > участник

  • 51 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 52 учётный

    επ.
    1. υπολογιστικός, του υπολογισμού• της απογραφής, απογραφικός•

    -ая книга βιβλίο απογραφής•

    -ая карточка δελτίο απογραφής.

    2. (οικον.) προεξοφλητικός• учётный Προ•

    учётный цент προεξοφλητικός τόκος.

    Большой русско-греческий словарь > учётный

  • 53 эмиссионный

    επ.
    1. (οικον.) εκδοτικός•

    -ое право εκδοτικό δικαίωμα•

    -ая банка εκδοτική τράπεζα.

    2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής.

    Большой русско-греческий словарь > эмиссионный

  • 54 эмиссия

    θ.
    1. (οικον.) έκδοση (γραμματίων κλπ.)•

    инфляционная эмиссия πληθωριακή έκδοση.

    2. (φυσ.) ανάδοση, εκβολή, εκπομπή•

    термоэлектронная эмиссия θερμοηλεκτρονική εκπομπή.

    Большой русско-греческий словарь > эмиссия

  • 55 эмитировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. (οικον.) εκδίδω (γραμμάτια κ.τ.τ.).
    2. (φυσ.) αναδίδω, εκβάλλω, εκπέμπω.

    Большой русско-греческий словарь > эмитировать

  • 56 At

    prep.
    Of place: P. and V. ἐπ (dat.), πρός (dat.), παρ (dat.), ἐν (dat.).
    Of time: use P. and V. dat. or ἐν and dat.
    Of price: use P. and V. gen.
    Against: P. and V. ἐπ (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).
    (Rejoice, be angry, etc.) at: P. and V. ἐπ (dat.).
    ( Mock) at: P. and V. ὑβρίζειν (εἰς, acc.).
    ( Throw or aim) at: use gen.
    Not at all: P. and V. ἀρχὴν οὐ, P. οὐχ ὅλως, Ar. and P. οὐ τὸ παρπαν, V. οὐ τὸ πᾶν; see under All.
    At enmity: P. and V. διʼ ἔχθρας.
    At hazard: P. and V. τχῃ, P. κατὰ τύχην.
    At home: P. and V. οἴκοι, κατʼ οἶκον, ἔνδον, V. ἐν δόμοις; see under Home.
    At once: P. and V. εὐθύς, εὐθέως, αὐτκα, παραυτκα, Ar. and P. παραχρῆμα; see Immediately.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > At

  • 57 Home

    subs.
    P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and P. οἰκία, ἡ, Ar. and V. δόμος, ὁ, δῶμα, τό, ἕδρα, ἡ; see Dwelling.
    Place of refuge: P. and V. καταφυγή, ἡ.
    The land of home: V. ἑστιοῦχος γαῖα.
    The hearth of the home: V. δωματῖτις ἑστία.
    Home, to home, adv.: P. and V. οἴκαδε, P. ἐπʼ οἴκου.
    At home: P. and V. οἴκοι, ἔνδον, κατʼ οἶκον, V. ἐν δόμοις, or use adj., V. πόστεγος.
    Keep at home, v. intrans.: P. and V. οἰκουρεῖν.
    At home ( as opposed to abroad): use adj., V. ἔνδημος.
    Be at home ( as opposed to be abroad), v.: Ar. and P. ἐπιδημεῖν.
    met., at home ( in a subject): P. and V. ἔμπειρος (gen.), ἐπιστήμων (gen.).
    Stay-at-home (contemptuously), adj.: P. and V. οἰκουρός, P. ἔνδημος.
    From home: P. and V. οἴκοθεν.
    Abroad: see Abroad.
    Guarding the home: P. and V. ἑστιοῦχος (Plat.).
    met., ( drive) home, etc.: use adv., V. διάμπαξ.
    Bring a charge home to a person, v.: P. and V. ἐλίγχειν (acc. of person or thing), ἐξελέγχειν (acc. of person or thing).
    Bring ( a feeling) home to a person: P. παριστάναι (τί τινι).
    Bring nearer home to the Athenians their fear of losing command of the sea: P. ἐγγυτέρω καταστῆσαι τοῖς Ἀθηναίοις τὸν φόβον περὶ τῆς θαλάσσης (Thuc. 2, 89).
    The peril was brought nearer home to them than when they voted for the sailing of the expedition: P. μᾶλλον αὐτοῖς εἰσῄει τὰ δεινὰ ἢ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν (Thuc. 6, 30).
    ——————
    adj.
    Of the home: V. ἐφέστιος.
    As opposed to foreign: P. and V. οἰκεῖος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Home

  • 58 In

    prep.
    P. and V. ἐν (dat.).
    Of time: e. g., in a few days: use gen.
    Inside of: P. and V. ἐντός (gen.), εἴσω (gen.). ἔσω (gen.); see Within.
    To express feelings, In anger: P. and V. διʼ ὀργῆς.
    In the hands: V. δι χερῶν. Be in, v.: P. and V. ἐνεῖναι (dat.).
    There is in: P. and V. ἔνεστι (dat.), ἔνι (dat.) (Eur., Or. 702).
    ——————
    adv.
    At home: P. and V. ἔνδον οἴκοι, κατʼ οἶκον; see under Home.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > In

  • 59 Within

    prep.
    P. and V. εἴσω (gen.). ἔσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔνδον (gen.) (Plat. but rare V.), V. ἔσωθεν (gen.) (Eur., I. T. 1389).
    Within reach: use adj.. P. and V. πρόχειρος.
    Of distance: see Near.
    Within bowshot: P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.
    Of time, degree: Ar. and P. ἐντός (gen.), or of time, use P. and V. gen. alone.
    Within a short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου.
    Within what time will Hermione come to the house? V. ἥξει δʼ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου; (Eur., Or. 1211).
    If they do not go to law within five years: P. ἐὰν μὴ πέντε ἐτῶν δικάσωνται (Dem. 989).
    He came within an ace of being killed: P παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).
    ——————
    adv.
    P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.
    In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι, κατʼ οἶκον.
    From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Within

См. также в других словарях:

  • οἶκον — οἶκος house masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο …   Dictionary of Greek

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… …   Dictionary of Greek

  • φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον …   Dictionary of Greek

  • φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… …   Dictionary of Greek

  • OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… …   Dictionary of Greek

  • οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»