-
41 передаточный
επ.μεταδοτικός, της μετάδοσης•-ые рмни λωριά μετάδοσης της κίνησης.
|| της διαβίβασης•передаточный пункт κέντρο διαβιβάσεων•
- ая надпись (οικον.) οπισθογράφηση.
-
42 предприятие
-я ουδ.1. επιχείρηση, απόπειρα•его предприятие увенчалось успехом η επιχείρηση του πέτυχε ολοκληρωτικά.
2. (οικον.)επιχείρηση•частное предприятие ιδιωτική επιχείρηση•
государственное предприятие κρατική επιχείρηση.
-
43 премия
-и θ.1. βραβείο αριστείο.2. το πριμ (χρηματική αμοιβή)•премия за выполнение плана πριμ για την εκπλήρωση του πλάνου.
3. (οικον.) το ασφάλιστρο (χρηματικό ποσό).4. δωρεάν παράρτημα περιοδικού ή εφημερίδας. -
44 преференциальный
επ. (οικον.) ευνοϊκός, επωφελής. -
45 преференция
-и θ. (οικον.) προτίμηση, πρόκριση. -
46 прибавочный
επ. (επι)πρόσθετος• συμπληρωματικός•-ая плата επιπρόσθετη πληρωμή•
труд πρόσθετη εργασία.
εκφρ.- ая стоимость – (οικον.) υπεραξία. -
47 протестовать
-тую -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. протестовавши, βρ: -ван, -а, -оρ.δ.1. διαμαρτύρομαι•протестовать против насилия διαμαρτύρομαι κατά της βίας.
2. ρ.δ.κ.σ. (οικον.) διαμαρτυρώ (συναλλαγματική κ.τ.τ.).διαμαρτύρομαι (για συναλλαγματική κ.τ.τ.). -
48 сервис
-а α.(γραπ. λόγος)• εξυπηρέτηση κατ οίκον. -
49 титул
-а α.1. τίτλος (τιμητική προσηγορία).2. επιγραφή βιβλίου.3. (οικον.) τίτλος.4. (νομ.) τίτλος•титул собственности τίτλος κυρ ιότητας.
-
50 участник
-а α.-ца, -ы θ.1. συμμέτοχος, συνεργός•участник заговора ο συνωμότης•
-и войны οι συμπολεμιστές, οι συμμαχητές.
2. μέλος•участник кружка το μέλος του ομίλου•
участник экспедиции μέλος αποστολής.
3. (οικον.) μέτοχος• συνέταιρος. -
51 учёт
-а α.1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•
учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•
производить учёт κάνω υπολογισμό•
не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•
действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.
2. εγγραφή•брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•
снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•
стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•
состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•
стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.
3. (οικον.) η προεξόφληση. -
52 учётный
επ.1. υπολογιστικός, του υπολογισμού• της απογραφής, απογραφικός•-ая книга βιβλίο απογραφής•
-ая карточка δελτίο απογραφής.
2. (οικον.) προεξοφλητικός• учётный Προ•учётный цент προεξοφλητικός τόκος.
-
53 эмиссионный
επ.1. (οικον.) εκδοτικός•-ое право εκδοτικό δικαίωμα•
-ая банка εκδοτική τράπεζα.
2. (φυσ.) της ανάδοσης, εκβολής, εκπομπής. -
54 эмиссия
-и θ.1. (οικον.) έκδοση (γραμματίων κλπ.)•инфляционная эмиссия πληθωριακή έκδοση.
2. (φυσ.) ανάδοση, εκβολή, εκπομπή•термоэлектронная эмиссия θερμοηλεκτρονική εκπομπή.
-
55 эмитировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ.1. (οικον.) εκδίδω (γραμμάτια κ.τ.τ.).2. (φυσ.) αναδίδω, εκβάλλω, εκπέμπω. -
56 At
prep.Of time: use P. and V. dat. or ἐν and dat.Of price: use P. and V. gen.Against: P. and V. ἐπί (acc. or dat.), πρός (acc.), εἰς (acc.).(Rejoice, be angry, etc.) at: P. and V. ἐπί (dat.).At enmity: P. and V. διʼ ἔχθρας.At hazard: P. and V. τύχῃ, P. κατὰ τύχην.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > At
-
57 Home
subs.P. and V. οἶκος, ὁ, οἴκησις, ἡ, οἴκημα, τό, Ar. and P. οἰκία, ἡ, Ar. and V. δόμος, ὁ, δῶμα, τό, ἕδρα, ἡ; see Dwelling.The land of home: V. ἑστιοῦχος γαῖα.The hearth of the home: V. δωματῖτις ἑστία.Home, to home, adv.: P. and V. οἴκαδε, P. ἐπʼ οἴκου.Keep at home, v. intrans.: P. and V. οἰκουρεῖν.At home ( as opposed to abroad): use adj., V. ἔνδημος.Stay-at-home (contemptuously), adj.: P. and V. οἰκουρός, P. ἔνδημος.From home: P. and V. οἴκοθεν.Abroad: see Abroad.Guarding the home: P. and V. ἑστιοῦχος (Plat.).met., ( drive) home, etc.: use adv., V. διάμπαξ.Bring a charge home to a person, v.: P. and V. ἐλίγχειν (acc. of person or thing), ἐξελέγχειν (acc. of person or thing).Bring nearer home to the Athenians their fear of losing command of the sea: P. ἐγγυτέρω καταστῆσαι τοῖς Ἀθηναίοις τὸν φόβον περὶ τῆς θαλάσσης (Thuc. 2, 89).The peril was brought nearer home to them than when they voted for the sailing of the expedition: P. μᾶλλον αὐτοῖς εἰσῄει τὰ δεινὰ ἢ ὅτε ἐψηφίζοντο πλεῖν (Thuc. 6, 30).——————adj.Of the home: V. ἐφέστιος.As opposed to foreign: P. and V. οἰκεῖος.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Home
-
58 In
prep.P. and V. ἐν (dat.).Of time: e. g., in a few days: use gen.To express feelings, In anger: P. and V. διʼ ὀργῆς.There is in: P. and V. ἔνεστι (dat.), ἔνι (dat.) (Eur., Or. 702).——————adv.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > In
-
59 Within
prep.P. and V. εἴσω (gen.). ἔσω (gen.), ἐντός (gen.), ἔνδον (gen.) (Plat. but rare V.), V. ἔσωθεν (gen.) (Eur., I. T. 1389).Within reach: use adj.. P. and V. πρόχειρος.Of distance: see Near.Within bowshot: P. and V. ἐντὸς τοξεύματος.Within a short time: P. ἐντὸς οὐ πολλοῦ χρόνου.Within what time will Hermione come to the house? V. ἥξει δʼ ἐς οἴκους Ἑρμιόνη τίνος χρόνου; (Eur., Or. 1211).If they do not go to law within five years: P. ἐὰν μὴ πέντε ἐτῶν δικάσωνται (Dem. 989).He came within an ace of being killed: P παρὰ μικρὸν ἦλθεν ἀποθανεῖν (Isoc. 388).——————adv.P. and V. ἐντός, εἴσω, ἔσω.In the house: P. and V. ἔνδον, οἴκοι, κατʼ οἶκον.From within: P. and V. ἔσωθεν, ἔνδοθεν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Within
См. также в других словарях:
οἶκον — οἶκος house masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατανάλωση — (Οικον.). Όρος που αναφέρεται στη χρησιμοποίηση αγαθών και υπηρεσιών για την ικανοποίηση ανθρώπινων αναγκών. Αντίστοιχα, καταναλωτικά ονομάζονται όλα τα αγαθά που προορίζονται άμεσα για την ικανοποίηση μιας ανάγκης, αποσπώμενα κατ’ αυτό τον τρόπο … Dictionary of Greek
τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… … Dictionary of Greek
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
φορολογία — η, ΝΜΑ [φορολόγος] ο φόρος, το ποσό που καταβάλλεται ως φόρος (α. «αυξήθηκε η φορολογία τού εισοδήματος» β. «οὐκ ὀλίγην κατ ἔτος φορολογίαν τῷ ἱερωτάτῳ ταμείῳ εἰσφέρει», πάπ.) νεοελλ. 1. η επιβολή φόρου 2. φρ. α) «αναλογική φορολογία» (νομ. οικον … Dictionary of Greek
φορολογικός — ή, ό / φορολογικός, ή, όν, ΝΜ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φορολογία (α. «φορολογικοί κατάλογοι» β. «ξυνεκύκας τὰ φορολογικὰ θηρία», Μιχ. Ακομ.) νεοελλ. φρ. α) «φορολογική απαλλαγή» (οικον.) η ολική ή μερική κατάργηση τής υποχρέωσης ενός… … Dictionary of Greek
παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης … Dictionary of Greek
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
συντελεστής — Στη φυσική είναι μια σταθερά πολλαπλασιαστική, που εμφανίζεται γενικά στους νόμους οι οποίοι εκφράζουν την εξάρτηση ενός φυσικού μεγέθους από άλλα φυσικά μεγέθη. Στην πραγματικότητα, και ακριβέστερα, οι σ. μπορούν να θεωρηθούν σταθεροί εντός… … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek