-
1 λογισμός
λογισμός, ὁ, das Rechnen, die Berechnung; αἰσϑόμενος ἐκ λογισμοῦ τῶν ἡμερῶν, ὅτι ὕστερον ἀφεστήκοιεν Thuc. 4, 122, vgl. 3, 20; καὶ ἀριϑμός, Plat. Phaedr. 274 c; neben ἀστρονομία καὶ γεωμετρία, also die Rechenkunst, Prot. 318 e, wie λογισμοί Xen. Mem. 4, 7, 8; λογισμὸν ἀποφαινόμενος, eine Berechnung angebend, 4, 2, 21; ὅταν περὶ χρημάτων ἀνηλωμένων καϑεζώμεϑα ἐπὶ τοὺς λογισμούς, – ἐπειδὰν ὁ λ. συγκεφαλαιωϑῇ, wenn die Rechnung zusammengezogen, – ὅ, τι ἂν αὐτὸς ὁ λ. αἱρῇ, was auch das Ergebniß der Rechnung sein mag, Aesch. 3, 59. – Uebertr., Erwägung, Ueberlegung, Nachdenken, Schluß; τοῦ ξυμφέροντος, Thuc. 2, 40; ἄνευ λογισμοῦ καὶ νοῦ, Plat. Rep. IX, 586 d; λογισμὸν ἔχειν περί τινος, Legg. VII, 805 a; διὰ λογισμοῦ, im Ggstz von δι' αἰσϑήσεων, Soph. 248 a; οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους, die Gefahren nicht berechnend, ohne die Gefahren in Betracht zu ziehen, Lys. 2, 23; μὴ τοιοῠτός τις ὑμῖν λ. ἐμπέσῃ, Dem. 21, 129. – Vernünftige Ueberlegung, Vernunft, im Ggstz von ϑυμός, wie Thuc. sagt οἱ λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι, ϑυμῷ πλεῖστα εἰς ἔργον καϑίστανται, 2, 11, wie Pol. 2, 35, 3; u. Dem. ὀργῇ καὶ τρόπου προπετείᾳ φϑάσας τὸν λογισμόν, 21, 38; Sp., wie Plut.
См. также в других словарях:
λογισμοί — λογισμός counting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Evagrius Ponticus — Evagrius Ponticus, or Evagrius the Solitary (345 399 A.D.) was a Christian monk and ascetic. One of the rising stars in the late fourth century church, he was well known as a keen thinker, a polished speaker, and a gifted writer. Throughout his… … Wikipedia
λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… … Dictionary of Greek
παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
πετώ — πετῶ, άω, ΝΜ 1. ίπταμαι, μετακινούμαι κουνώντας ρυθμικά τα φτερά μου («όταν πετά και κελαηδεί») 2. μτφ. κινούμαι ολοταχώς («οι λογισμοί πετάξανε, στον ουρανό εφτάσα», Ερωτ.) 3. βαδίζω γρήγορα, τρέχοντας («επετούσαν προς την οικίαν εκείνην», Παπαδ … Dictionary of Greek
πηρός — ά, όν, Α 1. αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα μέλος τού σώματός του, ανάπηρος, σακάτης («πηρὸς ὁ μὲν γυίοις, ὁ δ ἄρ ὄμμασι», Ανθ. Παλ.) 2. συνεκδ. ο πνευματικά ανάπηρος, ο διανοητικά ελαττωματικός, κουτός («ἀμβλεῑς καὶ πηροὶ», Φίλ.) 3. (για… … Dictionary of Greek
ρατιώνες — οἱ, Α οι λογισμοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ratio, ōnis «λογισμός»] … Dictionary of Greek
ρεμβάζω — ΝΜ νεοελλ. ονειροπολώ, είμαι ήρεμος και αφήνω τη φαντασία μου ελεύθερη μσν. 1. (μτβ.) τριγυρίζω, κάνω κάποιον να γυρίζει γύρω από κάτι («καὶ ἕλκουσί σε οἱ λογισμοὶ καὶ ῥεμβάζουσι», Μακ. Αιγ.) 2. μέσ. ῥεμβάζομαι (για την ψυχή) έχω χάσει την… … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия