-
1 ανομως
1) без или не имея законов(ζῆν Isocr.)
2) беззаконно, противозаконно(τὸ ἱερὸν νέμεσθαι Thuc.; ἄλλῃ ξυνοικεῖν συνεύνῳ Eur.)
-
2 εισω
Iион. и староатт. ἔσω adv.1) внутрь(πεσεῖν Hom.; ἔξωθεν εἴ. φέρειν Aesch.; στείχειν Soph.; ἡγεῖσθαι Xen.; στρέφειν Plat.; ῥεῖν Arst.)
2) внутри(ξυνοικεῖν Soph.; τὰ εἴ. νενοσηκότα σώματα Plat.)
ὅ εἴ. (ἔ.) Thuc., Arst.; — внутреннийII1) в, внутрь(ἡγεῖσθαι πόλιν εἴ. и βήμεναι δώματος εἴ. Hom.)
2) в, внутри(μένειν εἴ. δόμων Aesch.)
εἴ. ξίφους Eur. — в пределах досягаемости мечаτό и τά indecl. внутренняя часть, глубина(τὸ εἴ. τοῦ οὐρανοῦ Plat.; τὰ εἴ. τῶν ὅρων Arst.)
См. также в других словарях:
ξυνοικεῖν — συνοικέω dwell pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)