-
1 αποικεω
1) выселяться, переселяться(ἐκ τῆς πόλεως Isocr.: εἰς Θουρίους Plat.)
2) заселять, колонизировать(νᾶσον Pind. и ἐν νήσῳ Arst.)
3) жить далеко(πατρός Eur., но ἐμέ Thuc.)
ἥ Κόρινθος ἐξ ἐμοῦ μακρὰν ἀπῳκεῖτο Soph. — Коринф был далеко от меня;ὑμῶν μακρὰν ἀποικούντων Thuc. — так как живете вы далеко -
2 επιστειχω
1) приходить, проходить(νᾶσον Pind.; χθόνα Aesch.)
2) наступать, приближаться(ἥ ἐπιστείχουσα ἡμέρα Eur.)
-
3 κοσμεω
1) воен. строить, выстраивать(ἵππους τε καὴ ἀνέρας Hom.; στρατόν Eur.)
πένταχα κοσμηθέντες Hom. — выстроенные пятью отрядами;στρατιὰ κατὰ ἕνδεκα μέρη κεκοσμημένη Plat. — войско, разделенное на одиннадцать колонн2) устраивать, располагать в порядкеταπεινὸς καὴ κεκοσμημένος Plat. — скромный и сдержанный;τὰ κοσμούμενα Soph. — распоряжения3) устраивать, готовить(δόρπον Hom.; δεῖπνον Pind.; τράπεζαν Xen.; τάφον, ἐς τάφον λέβητα κ. Soph.)
κ. ἀοιδήν Hom. — слагать песнь4) устраивать, управлять, править(νοῦς κοσμῶν Anaxagoras ap. Plat.)
τέν πόλιν κ. καλῶς τε καὴ εὖ Her. — превосходно управлять государством5) заправлять (маслом)(τὰς λαμπάδας NT.)
οἱ γέροντες ἐκ τῶν κεκοσμηκότων Arst. — (на Крите избираются) члены совета старейшин из числа тех, которые (в прошлом) исполняли должность космов
7) убирать, прибирать(οἶκος κεκοσμημένος NT.)
8) наряжать, убирать, одевать(τινα πανοπλίῃ Her.; σῶμα ὅπλοις Eur.; γυναῖκας ἐν καταστολῇ NT.)
κοσμέεσθαι τὰς κεφαλάς Her. — убирать себе головы, причесываться;κεκοσμημένος ἐσθῆτι ποικίλῃ Plat. — нарядившись в пеструю одежду9) украшать(δόμους τριπόδεσσι Pind.)
10) разукрашивать, приукрашивать(λόγους Eur.; τραγικὸν λῆρον Arph.)
κενοῖς λόγοις αὑτὸν κ. Plat. — рядиться в пустые фразы;ἐπὴ τὸ μεῖζον κ. Thuc. — расписывать преувеличенно яркими красками11) служить украшением, украшать собой(νᾶσον Pind.; πόλιν Thuc.)
12) обряжать, готовить к погребению(τινα Soph.; νέκυν Eur.)
13) причислять, относить
См. также в других словарях:
νᾶσον — νῆσος island fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THERA — vulgo Gozi, teste Nigrô, insula maris Aegaei apud Cretam, quae, ut primum enata est, Calliste appellata fuit, teste Pliniô l. 4. c. 12. iuxta Diam, a qua Therasia postea avulsa est, proxima Anaphe, ab Heracleo oppid. Cretae 85. mill. pass. in… … Hofmann J. Lexicon universale
επιστείχω — ἐπιστείχω (Α) πλησιάζω («ἐπιστείχειν νᾱσον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στείχω «πορεύομαι, πλησιάζω»] … Dictionary of Greek
εύξεινος — ο(ν) (Α εὔξεινος, ον, ιων. τ. τού εὔξενος, ον) φρ. «Εύξεινος Πόντος» ή «Εύξεινος» (κατ ευφ. αντί άξενος) Μαύρη Θάλασσα («ἐξίει πρὸς βορεὴν ἄνεμον ἐς τὸν Εὔξεινον καλεόμενον Πόντον», Ηρόδ.) αρχ. (και με τα ουσ. πέλαγος, οἶδμα) φιλικός προς τους… … Dictionary of Greek
περιπνέω — και ποιητ. τ. περιπνείω Α 1. πνέω, φυσώ γύρω από κάτι, ολόγυρα («Μακάρων νᾱσον αὖραι περιπνέοισι», Πίνδ.) 2. αναδίδω οσμή από όλες τις πλευρές. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + πνέω «φυσώ»] … Dictionary of Greek
πολύξενος — Όνομα ιστορικών και μυθολογικών προσώπων. 1. Ηγεμόνας της Ελευσίνας, ή γιος του Ιάσονα και της Μήδειας. 2. Ένας από τους μνηστήρες της Πηνελόπης. Είχε πάρει μέρος στον Τρωικό πόλεμο ως ένας από τους 4 αρχηγούς των Επειών. 3. Συρακούσιος ηγεμόνας … Dictionary of Greek
τρίπολις — όλεως, ΝΜΑ, και τρίπολη Ν, και ιων. τ. γεν. όλιος Α 1. (στην αρχ. Ελλάδα) ένωση τριών πόλεων 2. ως κύριο όν. Τρίπολη και Τρίπολις ονομασία διαφόρων πόλεων νεοελλ. άλλη ονομασία τού πετρώματος τριπολίτιδα γη αρχ. 1. αυτός που είχε τρεις πόλεις… … Dictionary of Greek