-
21 νόμος
{сущ., 197}закон, установление, законоположение.Ссылки: Мф. 5:17, 18; 7:12; 11:13; 12:5; 22:36, 40; 23:23; Лк. 2:2224, 27, 39; 10:26; 16:16, 17; 24:44; Ин. 1:17, 45; 7:19, 23, 49, 51; 8:5, 17; 10:34; 12:34; 15:25; 18:31; 19:7; Деян. 6:13; 7:53; 13:15, 39; 15:5, 24; 18:13, 15; 21:20, 24, 28; 22:3, 12; 23:3, 29; 24:6, 14; 25:8; 28:23; Рим. 2:1215, 17, 18, 20, 23, 25-27; 3:19-21, 27, 28, 31; 4:13-16; 5:13, 20; 6:14, 15; 7:1-9, 12, 14, 16, 21-23, 25; 8:24, 7; 9:31, 32; 10:4, 5; 13:8, 10; 1Кор. 7:39; 9:8, 9, 20; 14:21, 34; 15:56; Гал. 2:16, 19, 21; 3:2, 5, 10-13, 17-19, 21, 23, 24; 4:4, 5, 21; 5:3, 4, 14, 18, 23; 6:2, 13; Еф. 2:15; Флп. 3:5, 6, 9; 1Тим. 1:8, 9; Евр. 7:5, 12, 16, 19, 28; 8:4, 10; 9:19, 22; 10:1, 8, 16, 28; Иак. 1:25; 2:8-12; 4:11. LXX: 8451 (הָרוֹתּ), 2708 (הָקּחֻ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > νόμος
-
22 νομός
ο ном, округ (административная единица в Греции) -
23 νόμος
закон, установление, законоположение; LXX: (תּוֹרָה), (לחקָּה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νόμος
-
24 νόμος
ЗаконзаконΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > νόμος
-
25 νόμος
-
26 νόμος
[номос] ουσ. а. закон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > νόμος
-
27 νόμος
-ου + ὁ N 2 69-35-39-105-179=427 Ex 12,43.49; 13,9.10; 16,4law, ordinance 2 Mc 7,2; (the) law Ex 12,49; law (of God given by Moses) Dt 33,4; ruling, decision, precedent Hag 2,11; established decree, normal pattern Jer 38(31),37; that which is deserved Jer 29(49),12; the sum total of religious qualities offering protection against im-minent danger Is 33,6ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ νόμου in the book of the law Dt 28,61*Jer 23,27 τοῦ νόμου μου my law corr. τοῦ ὀνόματός μου for MT מישׁ my name; *Am 4,5 νόμον the law-תורה for MT תודה thank(-offering); *Ps 129(130),5 τοῦ νόμου σου of your law-⋄תורה for MT Ps 129(130),4 תורא that you may be reveredCf. BLANK 1930, 259-283; DODD 1954 25-26.30-41; DOGNIEZ 1992 51-52.112; DORIVAL 199459.171.378-379; GASTON 1984, 39-55; LABERGE 1978 100-101(Is 33,6); LE BOULLUEC 1989 42.187;LIGHTSTONE 1984, 29-37; MONSENGWO PASINYA 1973, 183; REDDITT 1983, 249-270; SEELIGMANN 194879-80 (Is 19,2); 104-108 (Is 33,6); SEGAL 1984, 19-27; VAN RUITEN 1990, 19-20; WALTERS 1973, 183;WESTERHOLM 1986, 327-336; →NIDNTT; SCHLEUSNER (Dt 32,44); TWNT -
28 νομός
-οῦ + ὁ N 2 0-0-3-0-6=9 Is 19,2(bis); Jer 10,25; 1 Mc 10,30.38district, province, nomeCf. MONTEVECCHI 1988, 95-96; PASSONI DELL’ACQUA 1982a, 173-177 -
29 νόμος
[номос] ουσ α закон. -
30 νόμος
la llei -
31 νόμος
законГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > νόμος
-
32 νομός
eyalet, vilayet -
33 νόμος
loi -
34 νόμος
1) prawo (n) rzecz.2) ustawa (f) rzecz. -
35 νόμος
1) právo2) zákon -
36 νόμος
lawΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > νόμος
-
37 αἰγι-νόμος
αἰγι-νόμος, ὁ, dasselbe, Leon. AI. 12 (VI, 221); ὡ' γινόμοι Leon. (IX, 744); aber αἰγί-νομος, βοτάνη, von Ziegen gefressen, Scaev. (IX, 721).
-
38 ἄ-νομος
-
39 ἔν-νομος
ἔν-νομος, 1) (νέμομαι) der darin Wohnende, γᾶς, Einwohner, Aesch. Suppl. 560. – 2) (νόμος) gesetzlich, rechtmäßig, durch das Gesetz bestimmt; ἀγῶνες Pind. Ol. 7, 84; χϑονὸς αἶσα P. 9, 59; δίκας οὐ τυγχάνουσιν ἐννόμου Aesch. Suppl. 379, vgl. Ch. 476; οὔτ' ἔννομ' εἶπας, Gerechtes, Soph. O. R. 322; ἔννομον δίκην πράσσεσϑαι Eur. Phoen. 1645, vgl. I. T 35; ἔννομα πείσονται, die gerechte Strafe, Thuc. 3, 67; Ggstz von παράνομος, Plat. Polit. 302 e; κατὰ τὴν ἔννομον ὁμολογίαν γενομένην Legg. XI, 921 c; πολιτεία Aesch. 1, 5; ἱκετεύω τὰ πάντων ἐννομώτατα, um das Gerechteste, Xen. Hell. 2, 3, 52; τὴν ἔννομον βασιλείαν εἰς τυραννίδα μεταστῆσαι Pol. 2, 47, 3. – Von Personen, gerecht, rechtschaffen, im Ggstz von κακοί, Aesch. Suppl. 399; καὶ σπουδαῖος ἀνήρ Plat. Rep. IV, 424 e. – Vom Gesange, übereinstimmend, harmonisch, Luc. salt. 2. – Adv., Sp., wie D. Cass. 56, 7.
-
40 πρό-νομος
πρό-νομος, vorwärts weidend, βοτὰ πρόνομα, das Weidevieh, welches im Weiden vorwärts geht, Aesch. Suppl. 673.
См. также в других словарях:
Νόμος — (nomos) (греч.) см. Номос и фюсис. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 … Философская энциклопедия
νομός — place of pasturage masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — that which is in habitual practice masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμος — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
-νόμος — και νομος (ΑΜ νόμος και νομος) β συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε νομος είναι εκείνα τών… … Dictionary of Greek
νομός — (Νομ.). Κάθε υποχρεωτικός κανόνας που γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις, με δυνατότητα εξωτερικού καταναγκασμού για όποιον δε συμμορφώνεται εκούσια στις επιταγές ή στις απαγορεύσεις του. Με τη γενική αυτή αλλά ουσιαστική έννοια, είναι αδιάφορο το… … Dictionary of Greek
νόμος — ο 1. κανόνας δικαίου, γραπτή βούληση οργανωμένης πολιτείας που ρυθμίζει τις σχέσεις πολιτών και κράτους ή τις σχέσεις μεταξύ των πολιτών. 2. το σύνολο των νόμων, η νομοθεσία. 3. κανόνας που ρυθμίζει ενέργεια ή εκδήλωση του ανθρώπου: Ο νόμος της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νομός — ο διοικητική περιοχή, όπου προΐσταται ο νομάρχης: Νομός Θεσσαλονίκης. – Nομός Σερρών κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
Δράμας, νομός — Νομός (3.468 τ. χλμ., 103.975 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Συνορεύει στα Β με τη Βουλγαρία, στα Α με τον νομό Ξάνθης, στα Ν με τον νομό Καβάλας και στα Δ με τον νομό Σερρών. Από τη συνολική της έκταση 402 τ. χλμ. είναι… … Dictionary of Greek