Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(νεκρούς

  • 1 имут

    3ο πρόσ. πλθ. του παλ. ρ. яти παίρνω• στην εκφρ. мёртвые сраму не - μη θίγεις τους νεκρούς, να σέβεσαι τους νεκρούς.

    Большой русско-греческий словарь > имут

  • 2 потеря

    θ.
    1. απώλεια, χάσιμο•

    потеря зрения απώλεια της όρασης•

    потеря крови απώλεια αίματος•

    потеря времени απώλεια χρόνου•

    потеря сознания λιποθυμία•

    потеря памяти απώλεια μνήμης•

    безвозвратная потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•

    нести -и υφίσταμαι απώλειες.

    2. πράγμα χαμένο.
    (στρατ.) πλθ. -и οι απώλειες•

    большие -и убитыми μεγάλες απώλειες σε νεκρούς.

    Большой русско-греческий словарь > потеря

  • 3 спать

    сплю, спишь, παρλθ. χρ. спал, -ла, -ло, μτχ. ενστ. спящий
    ρ.δ.
    1. κοιμούμαι•

    глубоким сном κοιμούμαι βαθιά•

    я всю ночь не спал όλη τη νύχτα δε κοιμήθηκα•

    мне хочется θέλω να κοιμηθώ.

    || (για νεκρούς)• αναπαύομαι.
    2. μτφ. είμαι νωθρός, νωχελής, οκνός, νωθρεύω, οκνεύω•

    а ты не спи, действуй ε μην κοιμάσαι (μη οκνεύεις), δράσε (κουνήσου).

    3. (για συνουσία) συγκοιμούμαι, πλαγιάζω μαζί.
    εκφρ.
    спать и (во сне) видеть – θέλω πολύ, επιθυμώ σφόδρα, πεθαίνω, ψοφώ.
    κοιμούμαι• θέλω να κοιμηθώ.

    Большой русско-греческий словарь > спать

  • 4 Favour

    subs.
    Good-will: P. and V. εὔνοια. ἡ, εὐμένεια, ἡ, V. πρευμένεια, ἡ, P. φιλοφροσύνη, ἡ.
    Boon, service: P. and V. χρις, ἡ, ἔρανος, ὁ, P. εὐεργεσία, ἡ, εὐεργέτημα, τό; see Service, Benefaction.
    Curry favour with: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.), ποτρέχειν (acc.), πέρχεσθαι (acc.), θωπεύειν (acc.), V. σαίνειν (acc.), προσσαίνειν (acc.), θώπτειν (acc.), Ar. and P. ποπίπτειν (acc. or dat.), Ar. and V. αἰκάλλειν (acc.). Do a favour to, v.: P. and V. εὐεργετεῖν (acc.), V. χριν πουργεῖν (dat.). χάριν διδόναι (dat.), χριν τθεσθαι (dat.), Ar. and V. χριν νέμειν (dat.), P. χριν δρᾶν (absol.); see Serve.
    Theseus asks you as a favour to bury the dead: V. Θήσευς σʼ ἀπαιτεῖ πρὸς χάριν θάψαι νεκρούς (Eur., Supp. 385).
    In favour of: V. and V. πρός (gen.).
    Thinking that a battle at sea in a small space was in their ( the enemy's) favour: P. νομίζοντες πρὸς ἐκείνων εἶναι τὴν ἐν ὀλίγῳ ναυμαχίαν (Thuc. 2, 86).
    I will speak in your favour, not in mine: V. πρὸς σοῦ γὰρ, οὐδʼ ἐμοῦ, φράσω (Soph., O.R. 1434; cf Plat., Prot. 336D).
    He has suddenly become in favour of Philip: P. γέγονεν ἐξαίφνης ὑπὲρ Φιλίππου (Dem. 438).
    Vote in favour of a person's acquittal: P. ἀποψηφίζεσθαι (gen. of pers.).
    Vote in favour of a thing: Ar. and P. ψηφίζεσθαι ( acc).
    Make a favour of justice: P. καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια (Plat., Ap. 35C).
    ——————
    v. trans.
    Gratify: P. and V. χαρίζεσθαι (dat.). P. καταχαρίζεσθαι (dat.); see also Benefit.
    Be friendly disposed to: P. and V. εὐνοεῖν (dat.), P. εὐνοικῶς διακείσθαι πρός (acc.); see side with.
    Be on the side of: V. συνεῖναι (dat.).
    Favour the Lacedaemonians: P. τὰ Λακεδαιμονίων φρονεῖν (Thuc. 5, 84), or use P. Λακωνίζειν.
    I favour your cause: V. εὖ φρονῶ τὰ σὰ (Soph., Aj. 491).
    Favour the Athenians: P. Ἀττικίζειν.
    Favour the Persians: P. Μηδίζειν.
    On a charge of favouring the Athenians: P. ἐπʼ Ἀττικισμῷ (Thuc. 8. 38).
    Of things, help on: P. προφέρειν (εἰς, acc.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Favour

См. также в других словарях:

  • νεκροῦς — νεκρόω make dead pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκρούς — νεκρός corpse masc acc pl νεκρός corpse masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νέκρους — νεκρόω make dead imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ταφικά έθιμα αρχαιότητας — ΤΑΦΗ ΚΑΙ ΤΑΦΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Στοιχεία για τις ταφικές συνήθειες και πρακτικές του ανθρώπου υπάρχουν ήδη από την Παλαιολιθική εποχή, για τον άνθρωπο του Νεάντερταλ, σε σπήλαια της Ευρώπης και της Ασίας. Οι νεκροί ενταφιάζονταν σε διάφορες …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Nicene Creed — Icon depicting Emperor Constantine (center) and the Fathers of the First Council of Nicaea of 325 as holding the Niceno–Constantinopolitan Creed of 381 The Nicene Creed (Latin: Symbolum Nicaenum) is the creed or profession of faith (Greek:… …   Wikipedia

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»