-
1 εχθροξενος
2ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т.е. негостеприимный(ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v. l. κακόξενος)
См. также в других словарях:
ναύταισι — ναύτης seaman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
САЛМИДЕСС — • Σαλμυδησσός (также Άλμυδησσός с производством от άλς), Салмидеес; так называлось собственно все фракийское прибережье при Понте Эвксинском от Финийского мыса до фракийского Босфора, где хищные фракийцы при помощи отмелей и… … Реальный словарь классических древностей
εχθρόξενος — ἐχθρόξενος, ον (Α) ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος] … Dictionary of Greek
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek