Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(μόχθῳ

См. также в других словарях:

  • μοχθώ — μοχθώ, μόχθησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • μοχθώ — μόχθησα, κοπιάζω, καταπονούμαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοχθῶ — μοχθέω to be weary pres subj act 1st sg (attic epic doric) μοχθέω to be weary pres ind act 1st sg (attic epic doric) μοχθόω weary pres subj act 1st sg μοχθόω weary pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθῳ — μόχθος toil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθωι — μόχθῳ , μόχθος toil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ματαιομοχθώ — ματαιομοχθῶ, έω (Α) κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ] …   Dictionary of Greek

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… …   Dictionary of Greek

  • πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»