-
1 μοχθώ
(ε) αμετ.1) трудиться, надрываться; 2) биться, бороться -
2 μόχθῳ
[в] усилииусилииΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μόχθῳ
-
3 μοχθώ
[мохто] р. трудиться, биться, надрываться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > μοχθώ
-
4 μοχθώ
[мохто] ρ трудиться, биться, надрываться. -
5 εντροφος
I2воспитанный, взращенныйπαλαιᾷ ἔ. ἁμέρᾳ Soph. — старый, дряхлый;
μόχθῳ ἔντροφον θεῖναί τινα Soph. — ввергнуть кого-л. в бедуIIὅ1) питомец(τινος Eur., Arst.)
2) житель, обитатель(Θασίων αἰγιαλῶν Anth.)
-
6 λωβητος
дор. λωβᾱτός 31) поруганный, опозоренныйλωβητὸν τιθέναι Hom. — предавать позору;
2) снедаемый, терзаемый(μόχθῳ Soph.)
3) оскорбительный, обидный(ἔπη Soph.)
-
7 μοχθος
ὅ1) тяжелый труд, мучительное усилиеμάτην ὅ μ.! Aesch. — напрасный труд!
2) страдание, терзание, мука(μόχθῳ λωβατός Soph.)
См. также в других словарях:
μοχθώ — μοχθώ, μόχθησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μοχθώ — (I) και μοχτώ, άω (ΑΜ μοχθῶ, έω) [μόχθος] 1. κοπιάζω πολύ, καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω σε πέρας κάτι, εργάζομαι σκληρά (α. «κι αντίκρια ο κόσμος ο πολύς μοχτά στα πετροκόπια», Ζερβ. β. «μοχθεῑν δὲ βροτοῑσιν ανάγκη», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
μοχθώ — μόχθησα, κοπιάζω, καταπονούμαι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μοχθῶ — μοχθέω to be weary pres subj act 1st sg (attic epic doric) μοχθέω to be weary pres ind act 1st sg (attic epic doric) μοχθόω weary pres subj act 1st sg μοχθόω weary pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθῳ — μόχθος toil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόχθωι — μόχθῳ , μόχθος toil masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ματαιομοχθώ — ματαιομοχθῶ, έω (Α) κοπιάζω, μοχθώ μάταια, ματαιοπονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *ματαιόμοχθος < μάταιος + μοχθῶ] … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
ορδυλεύω — ὀρδυλεύω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μοχθέω». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τη λ. ὄρδ[η]μα «ἡ τολύπη τῶν ἐρίων» και έχει πιθ. προέλθει από ένα αμάρτυρο ουσ. *ὄρδ υλος / ύλη (πρβλ. δάκτ υλος, κόνδ υλος, κορδ ύλη). Για τη σημ. «μοχθώ» τού ρ. πρβλ. τολυπεύω… … Dictionary of Greek
πένομαι — ΝΑ (μόνον στον ενεστ. και στον παρατ.) είμαι πένητας, ενδεής, φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία μέσα για άνετη διαβίωση, ζω στερημένα αρχ. 1. (αμτβ.) μοχθώ, κοπιάζω 2. εργάζομαι για να εξοικονομήσω τους απαραίτητους πόρους ζωής 3. έχω έλλειψη άρα και … Dictionary of Greek