-
1 αελπτος
21) нежданный, неожиданный, непредвиденный(παῖς HH.; πημα Aesch.; ἁμέρα Eur.; μόχθοι Plut.)
2) безнадежный, безысходный, отчаянный(ὠδῖνες HH.)
ἄελπτα πάσχειν Aesch. — быть в отчаянном положении -
2 ασπιστης
-
3 δοριλυμαντος
-
4 δυσαυλια
-
5 παιδοβορος
2пожирающий детейπαιδοβόροι μόχθοι (sc. Θυέστου) Aesch. — муки Тиеста, которого накормили мясом собственных детей
-
6 ταλας
τάλαινα, τάλᾰν, gen. τάλανος, ταλαίνης, τάλανος (τᾰ)(Arph. f тж. τάλας; поэт. иногда τάλᾰς)
1) страждущий, несчастный, горемычный Hom., Trag., Arph., Xen.τ. ξυμφορᾶς κακῆς Aesch. — пораженный страшным несчастьем;
τ. τῆς ὕβρεως Arph. — глубоко оскорбленный2) злосчастный, роковой(συμφορά Soph.; ἔρις Eur.)
3) мучительный, тяжелый(μόχθοι Aesch.; νόσος Soph.)
См. также в других словарях:
μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλάμπω — ἐπιλάμπω (Α) [λάμπω] 1. φωτίζω, φέγγω («...ἡμέρη ἐπέλαμψε», Ηρόδ.) 2. (για άνδρες με υψηλή αποστολή) ξεχωρίζω 3. (μτβ.) φωτίζω, κάνω φωτεινό («μόχθοι νεότατ’ ἐπέλαμψαν μυρίοι», Πίνδ.) 4. λάμπω επάνω σε κάτι («λόφῳ ἐπελάμπετο πήληξ» έλαμπε η… … Dictionary of Greek
ματαιομοχθίαι — ματαιομοχθίαι, αἱ (Μ) [ματαιομοχθώ] μάταιοι μόχθοι … Dictionary of Greek
μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… … Dictionary of Greek
παιδοβόρος — παιδοβόρος, ον (Α) αυτός που τρώγει παιδιά («παιδοβόροι μόχθοι Θυέστου», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο βόρος] … Dictionary of Greek