Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(μισθοφόροι

См. также в других словарях:

  • μισθοφόροι — Επαγγελματίες αξιωματικοί ή στρατιώτες οι οποίοι μισθώνονται από πρόσωπα, οργανώσεις, πόλεις ή κράτη. Σύμφωνα με την άποψη του Αριστοτέλη, οι μ. εμφανίστηκαν ταυτόχρονα με τα τυραννικά καθεστώτα. Οι αρχαίοι τύραννοι, όπως ο Πεισίστρατος, ο Γέλων …   Dictionary of Greek

  • μισθοφόροι — μισθοφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεληματάριοι — Μισθοφόροι του Βυζαντίου, οι οποίοι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους (1204) έμειναν στα περίχωρα της πρωτεύουσας καλλιεργώντας τη γη. Ο Γεώργιος Παχυμέρης, χρονογράφος της εποχής, αναφέρει ότι άλλοτε τάσσονταν με τους… …   Dictionary of Greek

  • μισθοφόρος — ο (Α μισθοφόρος, ον) 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που παρέχει υπηρεσίες λαμβάνοντας μισθό 2. (ως ουσ. συν. στον πληθ.) οι μισθοφόροι έμμισθοι επαγγελματίες πολεμιστές οι οποίοι μάχονται για λογαριασμό οποιουδήποτε κράτους ή έθνους ή και… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Misthi — also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek city in the region of Cappadocia, nowadays Turkey …   Wikipedia

  • НАЕМНЫЕ РАБОТНИКИ —    • Mercennarii,          μισθωτοί или μισθοφόροι, назывались вообще все служащие за плату, поденщики, сельские работники, пастухи. Ранее, когда еще было мало рабов, поденщиков нанимали в деревнях за известную долю в плодах, позднее, вследствие… …   Реальный словарь классических древностей

  • Misthi, Cappadocia — Aerial photo of Misthi / Konaklı today. Misthi also Mistí, Mysty; Misli; Misti, Greek (η) Μισθεία, (το) Μισθί; (το) Μιστί; (η) Μισθή; (η) Μυστή; (το) Μισθίον; (τα) Μίσθια, in Turkish Mišti, Misti, Muštilia, Konaklı (current name), was a Greek… …   Wikipedia

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»