-
101 λιθ-αγωγός
λιθ-αγωγός, μηχανή, Steine herbeiführend, Poll. 10, 148.
-
102 λιθο-βόλος
λιθο-βόλος, mit Steinen werfend, schleudernd; γυμνῆτες, Plat. Critia. 119 b; Sp., bes. μηχανή, auch τὸ λιϑοβόλον, eine Wurfmaschine, Steine zu schleudern, Ios. u. Mathem. vett.; vgl. D. Sic. 20, 48, καταπέλται ὀξυβελεῖς καὶ λιϑοβόλοι. – Aber λιθόβολος ist = mit Steinen geworfen, gesteinigt, λιϑόβολον αἷμα δράκοντος Eur. Phoen. 1069, das Blut des mit Steinen getödteten Drachen.
-
103 μῆχος
μῆχος, τό, poet. = μηχανή, künstliches Mittel, Hülfsmittel; οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσϑα, Il. 2, 342, vgl. 9, 249, οὐδέ τι μῆχος ῥεχϑέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν, gegen ein Uebel, u. Od. 12, 392. 14, 238; κακῶν, Eur. Andr. 537; κακοῠ, auch Her. 2, 181. 4, 151; νόσῳ, Theocr. 2, 95; Anacr. 25, 17.
-
104 ἀρκύ-στατος
ἀρκύ-στατος, Netz stellend, umgarnend, πημονή Aesch. Ag. 1348; μηχανή Eur. Or. 1412; τὸ ἀρκύστατον, das Stellnetz, Aesch. Pers. 99; Soph. El. 1468.
-
105 ἀ-μήχανος
ἀ-μήχανος ( μηχανή), ohne Mittel u. Rath, Hom. zehnmal, in zwei Bedeutungen, Einer der nichts auszurichten weiß, Einer gegen den man nichts auszurichten weiß, πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανὴν εὑρεῖν, ὁ μὴ δυνάμενος μηχανὴν εὑρεῖν; Iliad. 10, 167 σὺ δ' ἀμήχανός ἐσσι, γεραιέ, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀμήχανος δύο σημαίνει, ἓν μὲν ἀνίκητος (corrupt), ἓν δὲ ἀντὶ τοῠ πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μ ηχανὴν εὑρεῖν, ὅπερ καὶ νῠν σημαίνει, ἵνα τῶν πόνων ἀποστῇ; 15, 14 ἦ μάλα δη κακότεχνος, ἀμήχανε, σὸς δόλος, Ἕρη, Ἕκτορα δῖον ἔπαυσε μάχης, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι δύο σημαίνει ἡ λέξις, ἤτοι μὴ δυναμένη μηχανὴν εὑρεῖν, ἢ πρὸς ἣν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι· ὅπερ καὶ ϑέλει εἰπεῖν; 16, 29 σὺ δ' ἀμήχανος ἔπλευ, Ἀχιλλεῠ, Scholl. Ariston. ἡ διπλῆ, ὅτι νῠν ἀμήχανος πρὸς ὃν οὐκ ἔστι μηχανήσασϑαι, οὐκ αὐτὸς μὴ δυνάμενος μηχανήσασϑαι; Od. 19, 363 ὤ μοι ἐγὼ σέο, τέκνον, ἀμήχανος· ἦ σε περὶ Ζεὺς ἀνϑρώπων ἡχϑηρε, Scholl. πρὸς ὃν, δηλονότι τὸν Δία, οὐκ ἔστι τινὰ μηχανὴν εὑρεῖν, bei welcher Erklärung die Interpunction nach ἀμήχανος wegfällt; 560 ἤτοι μὲν ὄνειροι ἀμήχανοι ἀκριτόμυϑοι γίγνονται, Scholl. πρὸς οὓς μηχανὴν εὑρεῖν οὐκ ἔστιν, man kann sie nicht deuten, weil sie ἀκριτόμυϑοι sind, d. h. verworren reden; Iliad. t 9, 273 οὐδέ κε κούρην ἦγεν ἐμεῠ ἀέκοντος ἀμήχανος· ἀλλά ποϑι Ζεὺς ήϑελε, Scholl. Nicanor. τὸ ἀμήχανος τοῖς ἑξῆς συναπτέον, ἵνα ἐπὶ τοῠ Διὸς ᾖ, πρὸς ὃν οὐδείς τι δύναται μηχανήσασϑαι; 13, 726 ἀμήχανός ἐσσι παραρρητοῖσι πιϑέσϑαι, acc. Graec., ἀμήχανος in Bezug auf das πιϑέσϑαι, man kann nichts mit dir anfangen, wenn es sich darum handelt, Anderer Rathe zu folgen; 14, 262 νῦν αὖ τοῠτό μ' ἄνωγας ἀμήχανον ἄλλο τελέσσαι; 8, 130. 11, 310 ἔνϑα κε λοιγὸς ἔην καὶ ἀμήχανα ἔργα γένοντο, καί νύ κεν –, εἰ μή –; – Theocrit. 1, 85 ἆ δύσερώς τις ἄγαν καὶ ἀμάχανός ἐσσι; Plat. vbdt es mit ἄτεχνος Polit. 274 c, ohne Hülfsmittel; ἀμήχανον ποιεῖν, τιϑέναι τινά Prot. 344 d, in Verlegenheit bringen; ἀμήχανος ἔφυν – δρᾶν, ich bin nicht im Stande, Soph. Ant. 79; γυναῖκες εἰς τὰ ἐσϑλὰ ἀμηχανώταται, ungeschickt zum Guten, Eur. Med. 408, vgl. Hipp. 643; ἀμηχανώτατος πορίσασϑαι ἃ χρὴ λέγειν Dem. 60, 12; mit ἄπορος vbdn Xen. An. 2, 5, 21, vgl. Cyr. 7, 5, 69; Ar. Ran. 1425 dem πόριμος entgegengesetzt; – Hes. O. 83 ἐπεὶ δόλον αἰπὺν ἀμήχανον ἐξετέλεσσεν; Hymn. Merc. 157 δεσμά; δύαι, δυςπραξίαι Aesch. Eum. 531. 739; νεφέλαι Spt. 209, βόσκημα πημονῆς Suppl. 695; κάματοι πολέμιοι Pind. P. 2, 19; ἄλγος, νόσος Soph. El. 138 Ant. 360; ξυμφορά, κακόν Eur. Med. 392. 447; vgl. Simonid. bei Plat. Prot. 344 c; κήδεα Archil. 31; ἄτη Ap. Rh. 2, 625 u. Sp. D.; τὰ ἀμήχανα heilloses Leid, παϑεῖν Eur. Hipp. 598; πολλὰ καίἀμήχανα Xen. An. 2, 3, 18; das Unmögliche τὰ ἀμήχανα Aesch. Pr. 59; τῶν ἀμ. ἐρᾶν nach dem Unmöglichen streben Soph. Ant. 90, τὰ ἀμ. ϑηρᾶν 92; τὰ ἀμήχανα ἐᾶν Eur. Heracl. 707; Ar. Equ. 756 ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους ε ὐμηχάνους πορίζειν, das Unmögliche möglich machen; ἀμήχανόν ἐστι, es ist schwierig, unmöglich, mit folgd. Inf., Her. 1, 48. 204, μήποτε ἐγγίνηται damit arb. 5, 3; ebenso Folgende; ὁδὸς ἀμήχανος ἐςελϑεῖν ein Weg, auf dem es unmöglich ist einzudringen Xen. An. 1, 2, 21; ἀμήχανοι τὸ πλῆϑος Xen. Cyr. 7, 5, 38, ἀμήχανοι τὸ μέγεϑος Plat. Rep. IX, 584 b, eigtl. unmöglich zu zählen an Menge, in unermeßlicher Menge, unglaublich groß; πλῆϑος Tim. 39 d. κάλλος Conv. 218 e; ἀμήχανοι τὸ κάλλος Rep. X, 615 a; πλήϑει ἀμήχανοι Phil. 47 d. Häufig ist seit Plat. die Vbdg ἀμήχανος ὅσος, mirum quantum, ἀμήχανον ὅσον χρόνον unendlich lange Zeit Phaed. 80 c, σοφίαν ἀμήχανον ὅσην Euthyd. 275 c; ἀμήχανον οἷον Charm. 155 d, auf unaussprechliche Weise. – Adv. ebenso, ἀμηχάνως ὡς σφόδρα unglaublich sehr Phaedr. 263 d, vgl. Rep. VII, 527 o.
-
106 ἔμ-πρακτος
ἔμ-πρακτος, 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῠν Plut. Sert. 4.
-
107 αρκυστατος
-
108 δραστηριος
21) деятельный, энергичный, предприимчивый, тж. решительный(ἀνηρ δ. ἐς τὰ πάντα Thuc.; ὁρμῆσαι ἐνεργὸς καὴ δ. Plut.)
2) действительный, сильно действующий(μηχανή Aesch.; φάρμακον Eur.)
3) возбуждающий, поощряющий(ἔπαινος ἀρετῆς δ., sc. ἐστιν Plut.)
4) дерзкий, дерзновенный5) грам. активный, действительного залога -
109 ευβαστακτος
21) удобопереносимый, переносный(μηχανή Her.; πλείοσι Plut.)
2) перен. легко выносимый(τὰ κατὰ φύσιν ἀναγκαῖα Arst.)
-
110 ιχθυβολος
-
111 κλειω
Iстароатт. κλῄω и κληΐω (fut. κλείσω - дор. κλαξῶ; pass.: fut. κλεισθήσομαι, aor. ἐκλεὴσθην, pf. κέκλειμαι и κέκλεισμαι)1) запирагь(θύρας Hom. и θύραν NT.; πηκτὰ δωμάτων Arph.; πύλας Eur.)
κλεῖσαι τὰ σπλάγχνα αὑτοῦ ἀπό τινος NT. — быть глухим к чьим-л. страданиям2) запирать, блокировать(Βόσπορον μέγαν Aesch.; τοὺς ἔσπλους ταῖς ναυσίν Thuc.)
3) (о запоре, задвижке) закладывать, задвигать(ὀχῆας Hom.)
4) ограждать, защищать, укреплять(πόλιν πύργων μηχανῇ Aesch.)
5) закрывать, смыкать(βλέφαρον Soph.; στόμα Eur.)
6) связывать, сковывать(χέρας βρόχοισι, ὅρκοις κεκλῄμεθα Eur.)
IIэп. - κλέω -
112 κομψος
31) щегольской, нарядный(χλανίσκια Aeschin.)
2) изысканный, обходительный, приятный(ἐν συνουσίᾳ Arph.)
3) остроумный, тонкий(ἀνήρ, μηχανή Plat.)
4) ловкий, хитрый(σοφίσματα Eur.; νόημα, πρᾶγμα Arph.; ἐχθρός Plut.)
5) талантливый, искусный(περὴ μουσικήν Plat.; ἰατρός Arst.)
6) изящный, красивый(πόδες Arst.)
7) здоровый, бодрыйκομψότερον ἔσχε NT. — (больному) стало лучше - см. тж. κομψόν
-
113 κοχλιας
- ου ὅ1) моллюск с витой раковиной Arst., Theocr., Plut.2) тех. винт Архимеда(μηχανή, ἣν ἐπενόησε Ἀρχιμήδης, ὀνομάζεται ἀπὸ τοῦ σχήματος κ. Diod.)
-
114 ονυξ
1) ноготь(οἱ ὄνυχοι τῶν δακτύλων Arph.)
ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων Plut. — с младых ногтей, т.е. с раннего детства;ἐκ κορυφῆς ἐς ἄκρους ( или νεάτους) ὄνυχας Anth. — с головы до кончиков ногтей;εἰς ὄνυχα ἀφικνεῖσθαι Plut. — доходить до ногтя, т.е. подвергаться проверке ногтем (о скульптурных работах, тж. в знач. погов.), заканчиваться (тщательной) отделкой;ἥ δι΄ ὄνυχος δίαιτα Plut. — утонченный образ жизни;ὄνυχας ἐπ΄ ἄκρους στάς Eur. — стоя на цыпочках2) коготь(ὄνυχοι αἰετοῦ Hom.; ὄνυχοι λεόντων Pind.)
ὀδοῦσι καὴ ὄνυξι καὴ πάσῃ μηχανῇ погов. Luc. — зубами и когтями и всеми средствами3) копыто (sc. τοῦ ἵππου Xen.)τὸ πτανοῦ πώλου ὄ. Anth. — копыто крылатого коня, т.е. Пегаса
4) острый выступ(ὄ. πετραίου λίθου Eur.)
5) крюк, лапа(τῆς ἀγκύρας Plut.)
6) оникс -
115 τεχνη
дор. τέχνᾱ ἥ1) искусство, ремесло, профессия Aesch., Soph., Her., Xen.ἐν τῇ τέχνῃ εἶναι Soph., Plat. — заниматься каким-л. делом
2) искусство, мастерство, умение Hom.3) хитрость, уловка, интрига Hom., Pind., Trag., Xen.ἔφυν οὐδὲν ἐκ τέχνης πράσσειν κακῆς Soph. — я не рожден для низких интриг;
τέχνῃ ἐπιθέσθαι Thuc. — напасть хитростью4) способ, средство, приемἰθέῃ τέχνῃ Her. — напрямик, прямо, открыто;
πάσῃ τέχνῃ καὴ μηχανῇ Xen. — всеми способами и средствами5) произведение, изделие(ἀνδρὸς εὔχειρος Soph.)
-
116 автомат
1. (автоматический выключатель) ο αυτόματος διακόπτηςмасляный - λαδιού/ελαίου2. (в значении станок) η αυτόματη μηχανή 3. (механизм, аппаратура) ο αυτόματος μηχανισμός, η αυτόματη συσκευή 4. (оружие) το αυτόματο (όπλο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомат
-
117 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
118 асфальтобетоноукладчик
η αυτοκίνητη μηχανή ασφαλτόστρωσης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > асфальтобетоноукладчик
-
119 аэрофотокамера
η φωτογραφική μηχανή/το βίντεο για αεροφωτογράφιση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аэрофотокамера
-
120 ботводробитель
η χορτοκοπτική μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ботводробитель
См. также в других словарях:
μηχανή — contrivance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
μηχανή — η 1. κάθε συσκευή που εξυπηρετεί τον άνθρωπο στη δουλειά του, κάθε συσκευή που μετασχηματίζει μια ενέργεια σε άλλη μορφή: Ξυριστική μηχανή. 2. «η κρατική μηχανή», το σύνολο των κρατικών υπηρεσιών. 3. μτφ., τέχνασμα, σκευωρία, κόλπο: Μου έστησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηχανῇ — μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (doric) μηχανάομαι make by art pres subj mp 2nd sg (epic ionic) μηχανάομαι make by art pres ind mp 2nd sg (epic ionic) μηχανῆι , μηχανεύς contriver masc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανή εσωτερικής καύσης — Μηχανή μετατροπής θερμότητας, η οποία παράγεται από καύση που λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό της, σε έργο. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι ταξινόμησης των μ.ε.κ. με βάση το καύσιμο που χρησιμοποιούν, τον αριθμό και τη γεωμετρία των κυλίνδρων, τον τύπο και… … Dictionary of Greek
Μηχανῆ — Μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual Μηχανεύς contriver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανῆ — μηχανεύς contriver masc nom/voc/acc dual μηχανεύς contriver masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μηχανῇ — Μηχανῆι , Μηχανεύς contriver masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διατρητική μηχανή — Μηχανή για τη διάτρηση χωμάτων, βράχων, τοίχων κλπ. Ανάλογα με τη μέθοδο διάτρησης διαιρούνται σε κρουστικές και σε περιστροφικές δ.μ. Αντίθετα, αναφορικά με την πηγή ενέργειάς τους, διαιρούνται σε δ.μ. πεπιεσμένου αέρα, νερού υπό πίεση και σε… … Dictionary of Greek
αερόψυκτη μηχανή — Μηχανή εσωτερικής καύσης, που ψύχεται με αέρα κατά την ώρα της λειτουργίας της. Ο κύλινδρος της α.μ. είναι κατασκευασμένος με πολλές πτυχές και εξωτερικά αυλάκια για να έχει μεγάλη ψυχόμενη επιφάνεια. Μέσα από τις πτυχές και τα αυλάκια κυκλοφορεί … Dictionary of Greek
δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η … Dictionary of Greek