Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(μεμψιμοιρεῖν

См. также в других словарях:

  • μεμψιμοιρεῖν — μεμψιμοιρέω grumble pres inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… …   Dictionary of Greek

  • τόρβηλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μεμψίμοιρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τόρβηλος έχει προέλθει, πιθ. με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ , από έναν τ. *τόλβηλος, ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τον τ. τού Ησύχ. τέλβεσθαι μεμψιμοιρεῖν,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»