Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

(μειλίγματα

См. также в других словарях:

  • μειλίγματα — μείλιγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειλίγματ' — μειλίγματα , μείλιγμα neut nom/voc/acc pl μειλίγματι , μείλιγμα neut dat sg μειλίγματε , μείλιγμα neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μείλιγμα — το (Α μείλιγμα και μείλιχμα) νεοελλ. (λαογρ.) τρόφιμα και γλυκίσματα που προσφέρονται σε νεκρούς ή σε διάφορα υποχθόνια πνεύματα για να τά εξιλεώσουν αρχ. 1. οτιδήποτε χρησιμεύει για τέρψη, ευχαρίστηση ή ανακούφιση 2. μτφ. μέσο για εξιλέωση ή για …   Dictionary of Greek

  • APOMAGDALIAE — Graece ἀπομαγδαλίαι, quid sint apud veterem Scholiastem Homeri Odyss. κ. v. 216. ubi de canibus Poeta, Ω῾ς δ᾿ ὅταν ἀμφὶ ἄνακτα κύνες δαίτηςθεν ἰόντα Σαίνωσ᾿ (ἀεὶ γάρ τε φέρει μειλίγμκτα ςθυμοῦ) Ut cum circa herum canes e convivio euntem… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • EUMENIDES — I. EUMENIDES Furiae infernales κατ᾿ ἀντίφρασιν καὶ εὐφημισμόν, eum minime εὐμενεῖς, h. e. benevolae sint. Serv. in Aen. l. 6. Dictoe quod minime bene velint, per antiphrasin, ut Parcoe, Bellum, Ε᾿υμενίδες αἱ σεμαὶ θεαὶ dicuntur Plutarch. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μείλικτρα — μείλικτρα, τὰ (Α) τα μειλίγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα τρα (πρβλ. δίδακ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • νηφάλιος — α, ο (Α νηφάλιος, ία, ον, θηλ και ος) 1. αυτός που δεν έχει πιει, εγκρατής στο ποτό, ιδίως στο κρασί, ξεμέθυστος 2. μτφ. αυτός που έχει πνευματική διαύγεια, καθαρή σκέψη, ήρεμος, ψύχραιμος, συνετός αρχ. 1. (για ποτό) αυτός που δεν έχει αναμιχθεί… …   Dictionary of Greek

  • πέλαινα — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόπανα, μειλίγματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πέλαινα, αν έχει παραδοθεί σωστά, συνδέεται πιθ. με το πελανός] …   Dictionary of Greek

  • Θεοδώρου, Βικτωρία — (Χανιά 1926 –). Φιλόλογος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη Σχολή Αδελφών Επισκεπτριών και Νοσοκόμων και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1948 αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές της, λόγω εξορίας της (με την αιτιολογία ότι συμμετείχε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»