-
1 λυχνα
-
2 αναπτω
Iтж. med.1) подвязывать, привязывать, прикреплять(τι ἔκ τινος Hom.; τι πρός τι Eur.; τι εἴς τι Arst.)
ἀνάπτεσθαι πέπλων (sc. τινός) Eur. — цепляться за чьи-л. одежды;τέν ναῦν ἀνάψασθαι Plut., Diod.; — взять корабль на буксир;πρυμνήτην κάλων ἀνάψασθαι ἔκ τινος Eur. — привязать свой причальный канат к кому-л., т.е. прибегнуть к чьему-л. покровительству;βρόχον ἀγχόνης ἀνήψατο Eur. — (Федра) удавилась2) культ. вешать в храме, приносить в дар, жертвовать(ἀγάλματα ὑφάσματά τε Hom.; τῇ Ἥρᾳ ἀνάθημα Arst.)
3) приписывать, относить, сводить (к чему-л.), связывать (с чем-л.)(τι εἴς τι и εἴς τινα Arst., Plut. и τινί Plut.)
αἷμα εἴς τινα ἀνάψαι Eur. — обвинить кого-л. в убийстве;μῶμον ἀνάψαι (sc. τινί) Hom. — навлечь насмешки на кого-л.;χαρίτας ἔς τινα ἀνάψασθαι Eur. — оказать кому-л. услуги;κῆδός τινι ἀνάψασθαι Eur. — породниться (досл. завязать узы родства) с кем-л.4) надевать на себя(περιβόλαια Eur.; νεβρίδα στέρνοις Anth.)
II1) зажигать(λύχνα Her.; πῦρ Eur., Plut.; φῶς Plat., Arst.)
2) поджигать(δόμους πυρί Eur.)
3) загораться Arst.; перен. воспламенять(ся)(μείζονι θυμῷ Eur.)
-
3 λυχνος
λ. ἡμμένος Thuc. или καιόμενος NT. — зажженный (горящий) светильник;
περὴ λύχνων ἁφάς Her. — когда зажигаются светильники, т.е. с наступлением ночи;οὑκ (= ὅ ἐκ) τῶν λύχνων Arph. — продавец светильников
См. также в других словарях:
Λύχνα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 132 κάτ.) της Λέσβου. Βρίσκεται 24 χλμ. ΒΑ της Μύρινας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μούδρου του νομού Λέσβου … Dictionary of Greek
λύχνα — λύχνον neut nom/voc/acc pl λύχνος sno neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λύχν' — λύχνα , λύχνον neut nom/voc/acc pl λύχνα , λύχνος sno neut nom/voc/acc pl λύχνε , λύχνος sno masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Moudros — Stadtgemeinde Moudros (1997–2010) Δήμος Μούδρου (Μούδρος) … Deutsch Wikipedia
Mudros — Gemeinde Moudros Δήμος Μούδρου (Μούδρος) DEC … Deutsch Wikipedia
λύχνος — I Σκεύος φωτισμού της αρχαιότητας αλλά και μεταγενέστερων εποχών. Αποτελείται κυρίως από ένα δοχείο που φέρει την καύσιμη ύλη (λάδι ή λίπος) και ένα φιτίλι που καίγεται, βυθισμένο σε αυτήν. Το μέσο αυτό εκτόπισε γρήγορα τα κεριά και τα δαδιά, ενώ … Dictionary of Greek
Verwaltungsgliederung von Limnos — Die Gemeinde Limnos (griechisch Δήμος Λήμνου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den vier Vorgängergemeinden Myrina, Atsiki und Nea Koutali und Moudros der griechischen Insel Limnos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die… … Deutsch Wikipedia
BAMMULUM — diminutiv. ex bammum, quod Latini suum fecêre ex Graeco βάμμα, quod inter alia ὀξυβάφιον, h. e. acetabulum notat; sic vas oxygari bammum, apud Cassiodorum, Adamantius vocat Martyrius. Unde Bammulum, parvum ὀξυβάφιον; quod recentioribus Graecis… … Hofmann J. Lexicon universale
υπαίθριος — α, ο / ὑπαίθριος, ον, ΝΑ, θηλ. και ία, Α [ύπαιθρος] αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο ύπαιθρο, σε ανοιχτό και ασκεπή χώρο (α. «υπαίθρια ζωή» β. «υπαίθριος κινηματογράφος» γ. «ὑπαίθρια λύχνα καίειν», Ηρόδ.) νεοελλ. φρ. «υπαίθρια ζωγραφική» (καλ.… … Dictionary of Greek