-
1 ακεραιος
21) беспримесный, чистый(ὕδωρ Arst.; χρυσός Plut.)
2) чистокровныйἀ. ἐκ μητρὸς ἀρσένων τ΄ ἄπο Eur. — сохранивший чистоту рода как по материнской, так и по мужской линии
3) нетронутый, неповрежденный, невредимый, не пострадавший(πόλις Her., Isocr.; γῆ Thuc.; σκηναί Xen.; χώρα Dem.)
ἐξ ἀκεραίου Polyb. — сызнова, со свежими силами;ἐν ἀκεραίῳ ἐᾶν Polyb. — оставить в прежнем положении4) свежий, не изнуренный(δύναμις Thuc.; λόχοι Xen.: φάλαγξ Polyb.)
5) не оскверненный, непорочный(λέχος Eur.)
ἀ. κακῶν ήθῶν Plat. — не испорченный дурными нравами -
2 λοχος
ὅ1) засадаκοῖλος λ. Hom. — полая засада, т.е. деревянный конь ахейцев;
2) люди, устроившие засаду, отряд в засаде(λ. ξιφήρης Eur.)
3) лох, отряд ( весьма различной численности)ἓξ λόχοι ἀνὰ ἑκατὸν ἄνδρας Xen., но — у персов - ὅ λ. ἦν ἕκαστος εἰκοσιτέτταρες Xen., у лакедемонян - ἐν ἑκάστῳ λόχῳ πέντη κοστύες ἦσαν τέσσαρες, καὴ ἐν τῇ πεντηκοστύϊ ἐνωμοτίαι τέσσαρες Thuc.
4) (у римлян, лат. centuria) центурия Plut.6) сборище, сонм(παρθένων, γυναικῶν Aesch.)
7) стая, стадо(ἐλάφων Anth.)
8) разрешение от бремени, роды(γυναικῶν λόχους ἐφορεύειν Aesch.)
-
3 φυλαξ
I1) несущий охрану, дозорный(ἄνδρες Hom.)
2) сторожевой, т.е. находящийся в охранении или резервный(λόχοι Xen.)
II1) страж, караульный, дозорный(φύλακά τινα ἐφιστάναι τινί Aesch.; φύλακα καταστῆσαι ἐν τῇ οἰκίᾳ Lys.)
φύλακες τοῦ σώματος Plat. — телохранители;φύλακες κατὰ τὰς πύλας Xen. — стража у ворот;ὅ τοῦ δεσμωτηρίου φ. Plat. — тюремщик;οἱ ὄπισθεν φύλακες Xen. — тыловое охранение, арьергард2) защитник, блюститель, хранитель(τῆς χώρας Xen.)
φύλακα παιδὸς χρηΐζειν τινὰ γενέσθαι Her. — просить кого-л. присматривать за ребенком;φύλακες Ἀργείου δορός Eur. — защитники (Фив) от аргивской армии;φ. νόμων Plat. — блюститель (хранитель) законов3) исполнительφύλακες τοῦ παρ΄ αὐτοῖς δόγματος Plat. — те, кто проводит в жизнь собственный взгляд
См. также в других словарях:
λόχοι — λόχος ambush masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Cypriot National Guard — Εθνική Φρουρά Kıbrıs Ulusal Muhafızları Founded 06.1964 Leadership Commander in Chief … Wikipedia
1st Raider/Paratrooper Brigade (Greece) — 1st Raider/Paratrooper Brigade Emblem of the 1st Raider/Paratrooper Brigade Active 1946 Present Country … Wikipedia
ЭНОМОТИЯ — • Ένωμοτία, было у спартанцев учрежденное Ликургом подразделение войска. Hdt. 1, 65. По Фукидиду (5, 68), отряд состоял из 32, по Ксенофонту (Hell. 6, 4, 12) из 36 человек (пехоты). Две Э. составляли πεντηκοστός (50 человек, поэтому и … Реальный словарь классических древностей
ВОЙСКО — • Exercïtus. I. У греков. Об определенной организации войска, какая заключается в понятии слова exercitus, в героическое время еще не может быть и речи. Позднейшее же устройство войска у греков представляло совершенное отражение… … Реальный словарь классических древностей
1er Brigada de Paracaidistas/Asalto (Grecia) — La 1er Brigada de Paracaidistas/Asalto (idioma griego: 1η ΤΑΞΚΔ ΑΛ 1η Ταξιαρχία Kαταδρομών Αλεξιπτωτιστών) es una formación de brigada de la infantería griega de elite y de las unidades de operaciones especiales. La unidad es más comúnmente… … Wikipedia Español
εύζωνας — Στρατιώτης του ελληνικού στρατού με ειδική στολή και ελαφρύ οπλισμό. Ονομάζεται και τσολιάς. Οι πολεμιστές στην Επανάσταση του 1821 φορούσαν την τότε εθνική ενδυμασία: φουστανέλα, φέσι και τσαρούχια. Το 1823, κατά την περίοδο του Αγώνα,… … Dictionary of Greek
καταδρομή — η (Α καταδρομή) επιδρομή, εχθρική εισβολή νεοελλ. 1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.) 2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου 3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» στρατιωτικές μονάδες ειδικά… … Dictionary of Greek
κινώ — (I) κινώ, οῡς, ἡ (Α) (δωρ. τ.) κίνηση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κιν (τού κινῶ) + επίθυμα ώ / οῦς (πρβλ. ηχ ώ, πειθ ώ)]. (II) και κουνώ (AM κινῶ, έω, Μ και κουνῶ) 1. κάνω κάτι να τεθεί σε κίνηση ή σε λειτουργία ή σαλεύω κάτι (α. «η μηχανή κινείται με… … Dictionary of Greek
λόχος — ο (AM λόχος, Μ και λόγχος) νεοελλ. 1. στρατ. τμήμα πεζικού τού στρατού ξηράς, υποδιαίρεση τού τάγματος, το οποίο διοικείται από λοχαγό 2. πολλά άτομα μαζί 3. φρ. «ιερός λόχος» α) στρατιωτικό σώμα που καταρτίστηκε το 1821 στη Μολδαβία από τον Αλ.… … Dictionary of Greek
Τάγματα επίθεσης — Έτσι ονομάστηκε η Εθνοφρουρά, που συγκροτήθηκε στη Γερμανία στη διάρκεια του B’ Παγκοσμίου πολέμου, από την επιστράτευση όλων των ανδρών 16 60 χρόνων. Αναφέρονται και ως Τ. εφόδου. Σχηματίστηκαν το 1944 με απόφαση του Χίτλερ, ύστερα από πρόταση… … Dictionary of Greek