Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

(λέξεις)

  • 61 причитать

    ρ.δ. θρηνώ, κλαίω (προφέροντας λέξεις). || μοιρολογώ, θρηνωδώ•

    причитать по покойнике, по мёртвому μοιρολογώ το μακαρίτη,το νεκρό.

    Большой русско-греческий словарь > причитать

  • 62 разрядить

    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: - -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. καλοντύνω, στολίζω, λουσάρω.
    καλοντύνομαι, λαμπροφοριέμαι, στολίζομαι.
    -яжу, -ядишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разряженный, βρ: -жен, -жена, -жено κ. разряженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. απογεμίζω•

    разрядить руж απογεμίζω το όπλο.

    || αδειάζω, ρίχνω•

    разрядить ружь в мишень αδειάζω το όπλο στο στόχο.

    2. εκφορτίζω, εκκενώνω•

    разрядить аккумулятор εκκενώνω το συσσωρευτή.

    3. μτφ. χαλαρώνω, μειώνω την ένταση• εκτονώνω•

    разрядить на-гфяжнность международной обстановки δημιουργώ ύφεση στη διεθνή κατάσταση.

    4. αραιώνω τα γράμματα στις λέξεις.
    1. απογεμί-μα ι, εκκενώνομαι (για όπλο).
    2. (ηλεκτρ.) εκφορτίζομαι, εκκενώνομαι.
    3. μτφ. εκτονώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > разрядить

  • 63 расположить

    -ложу, -ложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расположенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τακτοποιώ, διευθετώ, διαρυθμιζω, κανονίζω•

    расположить мебель τακτοποιώ τα έπιπλα•

    по другому διευθετώ αλλιώς (μετατάσσω)•

    слова по алфавиту βάζω τις λέξεις κατά αλφαβητική σειρά.

    || διατάσσω, κάνω διάταξη• τοποθετώ•

    расположить отряд по позициям κάνω διάταξη του τμήματος στις θέσεις•

    расположить полк на отдых в городе βάζω το σύνταγμα για ξεκούραση στην πόλη.

    || διαθέτω, προγραμματίζω.
    2. διαθέτω ευνοίκά• προδιαθέτω• κατευθύνω, προσελκύω•

    чем ты -ил его к себе? πως τον πήρες με το μέρος σου;•

    расположить кого–нибудь в свою пользу προσελκύω κάποιον με το μέρος μου.

    1. εγκα-τασταίνομαι• τοποθετούμαι•

    расположить лагерем στρατοπεδεύω, στρατωνιζομαι • καταυλίζομαι.

    || τακτοποιούμαι, βολεύομαι. || κάθομαι, πιάνω θέση. || εκτείνομαι•

    город -лся на склоне горы η πόλη ήταν χτισμένη στην πλαγιά του βουνού.

    2. προτίθεμαι, σκοπεύω, σχεδιάζω.

    Большой русско-греческий словарь > расположить

  • 64 резкость

    θ.
    1. αδρότητα, ζωηρότητα•

    красок αδρότητα χρωμάτων.

    2. το απότομο, η τραχύτητα• αυθάδεια, θρασύτητα. || βαριές λέξεις, βαριά λόγια• βωμολοχία, αισχρόλογο.

    Большой русско-греческий словарь > резкость

  • 65 резче

    συγκρ. β. του επίρ. резко και του επ. резкий
    βλ. λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > резче

  • 66 рискованный

    επ., βρ: -вал, -а, -о.
    1. ριψοκίνδυνος, επικίνδυνος, παράτολμος• παρακινδυνευμένος•

    рискованный шаг επικίνδυνο βήμα (προσπάθεια, κρούση).

    2. μτφ. που ενέχει παρανοήσεις, παρεξηγήσεις•

    -ые слова παρακινδυνευμένες λέξεις (λόγια).

    Большой русско-греческий словарь > рискованный

  • 67 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 68 связать

    свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. δένω•

    связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•

    связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•

    связать в узел δένω κόμπο.

    2. συνδέω, ενώνω•

    связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.

    || μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•

    связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•

    связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•

    меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.

    3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.
    4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.
    5. συνδυάζω•

    личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.

    || συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•

    поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,

    6. τΐλέκω•

    связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.

    7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).
    εκφρ.
    связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•
    связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•
    по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•
    не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.
    1. δένομαι•

    акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.

    2. επικοινωνώ, συνδέομαι•

    связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,

    3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•

    не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.

    4. συνδυάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > связать

  • 69 сесть

    сяду, сядешь, παρλθ. χρ. сел, -ла, -ло, προστκ. сядь
    ρ.σ.
    1. κάθομαι, καθίζω•

    -на стул κάθομαι στο κάθισμα•

    сесть у окна κάθομαι κοντά στο παράθυρο•

    все соли за столом όλοι κάθησαν (γύρω) στο τραπέζι•

    сесть боком κάθομαι στο πλευρό (πλεύρα)•

    сесть верхом κάθομαι καβάλα•

    сесть в автобус κάθομαι, στο λεωφορείο•

    сесть в трамвай κάθομαι, στο τρ αμ.

    2. ασχολούμαι, καταγίνομαι, καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    сесть за книгой πιάνω το βιβλίο (ασχολούμαι με το διάβασμα)•

    сесть за рулм κάθομαι στο τιμόνι.

    || πιάνω θέση (υπηρεσία). || περνώ σε καθιστική εργασία.
    3. (με τις λέξεις: в тюрьму, под арест κ.τ.τ.) είμαι•

    в тюрьму κάθομαι φυλακή, είμαι φυλακισμένος? сесть под арест κάθομαι (είμαι) κρατούμενος.

    4. προσγειώνομαι, προσθαλασσώνομαι•

    самолт сел το αεροπλάνο κάθισε.

    5. βασιλεύω•

    солнце• сестьло ο ήλιος κάθισε.

    6. επικάθομαι•

    туман сел η ομίχλη κάθισε.

    7. παθαίνω καθίζηση•

    фундамент сел το θεμέλιο κάθισε.

    8. συστέλλομαι, μαζεύω•

    рубашка после стирки села το πουκάμισο μετά το πλύσιμο μάζεψε.

    9. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω• αδυνατίζω•

    вода сла το νερό λιγόστεψε.

    || χάνω την αντοχή, ισχύ, εξασθενίζω•

    пружина сла το ελατήριο κάθισε (εξασθένισε).

    εκφρ.
    сесть на голову кому – κάθομαι στο σβέρκο κάποιου (κάνω υποχείριο μου κάποιον)•
    сесть на мель – α) προσαράζω, εξοκέλλω, κάθομαι (για βάρκα, σκάφος, β) περιέρχομαι, περιπίπτω σε δυσχερή οικονομική κατάσταση•
    сесть на царство – ενθρονίζομαι, κάθομαι στο θρόνο, γίνομαι τσάρος, βασιλιάς•
    - на яйца – κάθομαι στ αυγά (κλωσσώ).

    Большой русско-греческий словарь > сесть

  • 70 синтагма

    θ.
    συντακτική μονάδα (από μία ή μερ ικές λέξεις).

    Большой русско-греческий словарь > синтагма

  • 71 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 72 сложносокращённый

    επ.
    συντετμημένος•

    -ые слова συντετμημένες λέξεις ή συντομογραφίες.

    Большой русско-греческий словарь > сложносокращённый

  • 73 спятить

    спячу, спятишь ρ.σ. (απλ.)• (με τις λέξεις «с ума») μου στρίβει η βίδα, το μυαλό, μου λείπουν, λαβώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > спятить

  • 74 текстовка

    θ.
    επεξηγηματικές λέξεις σε εικόνα, φωτογραφία κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > текстовка

  • 75 точно

    επίρ.
    1. ακριβώς, με ακρίβεια•

    он всё далает точно αυτός όλα τα κάνει με ακρίβεια•

    точно определить расстояние καθορίζω ακριβώς την απόσταση•

    переписать текст точно αντιγράφω το κείμενο με ακρίβεια.

    2. (με τις λέξεις: такой, тот, так) εντελώς, πλήρως• ολοσχερώς•

    -такой пиджак εντελώς το ίδιο σακκάκι.

    3. αλήθεια, πραγματικά, σωστά•

    да точно умер его отец? αλήθεια, πέθανε ο πατέρας του;

    4. точнее συγκρ. β. ακριβέστερα, για μεγαλύτερη ακρίβεια, για να είμαι πιο ακριβής.
    σύνδ.
    1. ακριβώς σαν. || σαν, ωσάν.
    2. μόριο• φαίνεται, σάμπως.

    Большой русско-греческий словарь > точно

  • 76 турусы

    -ов πλθ. (συνήθως με τις λέξεις «на колёсах»)
    φλυαρία• αεροκουβέντες, αερολογίες, ανοησίες• παραμύθια, μυθεύματα, μπούρδες.

    Большой русско-греческий словарь > турусы

  • 77 употребительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    χρησιμοπο ιούνενος συχνά, πολύχρηστος, εύχρηστος, συνηθιζόμενος•

    -ое медицинское средство το πολύ χρησιμοποιούμενο γιατρικό•

    наиболее -ые слова οι πιο εύχρηστες λέξεις.

    Большой русско-греческий словарь > употребительный

  • 78 юдоль

    θ.
    (γραπ. λόγος)• χρησιμοποιείται κυρίως με τις λέξεις: скорбь печаль; η κόλαση, τόπος βασανιστηρίων. || μτφ. μαρτυρική ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > юдоль

  • 79 ядрёный

    επ., βρ: -рен, -а, -о.
    1. σκληρός, σφιχτός, συνεκτικός•

    -ая капуста σκληρό κραμβολάχανο.

    2. εύρωστος, ρωμαλαίος ακμαίος• γερός•

    ядрёный старик κοτσανάτος γέρος.

    3. μτφ. φρέσκος, δροσερός, ζωογόνος•

    ядрёный воздух φρέσκος αέρας.

    || δυνατός, δριμύς•

    ядрёный запах η δριμείο οσμή.

    || μτφ. χονδροειδής, απότομος, απρεπής, άσεμνος•

    -ые слова άπρεπες λέξεις•

    -ое остроумие παρατραβηγμένο έξυπνο.

    Большой русско-греческий словарь > ядрёный

См. также в других словарях:

  • λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος …   Dictionary of Greek

  • δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός …   Dictionary of Greek

  • λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… …   Dictionary of Greek

  • συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει …   Dictionary of Greek

  • μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»