-
1 λευκότητα
-
2 λευκότητα
λευκότηςwhiteness: fem acc sg -
3 λευκότητα
1) blancheur2) candeur -
4 διαφαινω
1) показывать, являть, обнаруживать(λευκότητα Arst.; καλὸν πρόσωπον Theocr.; τὰς ἑαυτῶν φύσεις Polyb.; ἀλκέν καὴ φρόνημα Plut.)
ὥσπερ ἀστραπέ διαφαίνων Plut. — сверкающий как молния;διά τινος δ. Xen. — просвечивать сквозь что-л.2) ярко пылать(διέφαινε - v. l. διέφᾱνε πυρά Pind.)
3) (рас)светать(ἠὼς διέφαινε Her.)
τῆς ἡμέρας διαφαινούσης Polyb. — с рассветом4) med.-pass. быть заметным, показываться, виднеться(ἐν μέσῃ τῇ στήλῃ Her.)
ὅτι νεκύων διεφαίνετο χῶρος Her. — там, где земля была свободна от трупов5) med.-pass. просвечивать, быть прозрачным(τὸ μὲν διαφαινόμενον λευκόν, τὸ δὲ μέ διαφαινόμενον μέλαν Arst.)
6) med.-pass. быть раскаленным(ὅ μόχλος διεφαίνετο Hom.)
7) med.-pass. отличаться, выделяться(δυνάμει Thuc.)
-
5 белизна
η λευκότητα, η ασπράδα, η ασπρίλα (ξεν.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > белизна
-
6 белизна
белизнаж ἡ ἀσπράδα, ἡ λευκότητα [-ης], ἡ ἀσπρίλα. -
7 milkiness
noun υφή γάλακτος/λευκότητα -
8 whiteness
noun ασπράδα, λευκότητα -
9 белизна
-ы θ.ασπράδα, λευκότητα. -
10 διαφαίνω
A show through, let a thing be seen through,τὴν λευκότητα δ. Arist.GA 735b20
;Ἀὼς καλὸν διέφαινε πρόσωπον Theoc.18.26
;δ. τὰς ἑαυτῶν φύσεις Plb.12.24.1
.II [voice] Pass., show through, νεκύων δ. χῶρος showed clear of dead bodies, Il. 8.491; to be seen through a transparent substance, Hdt.3.24; impervious to light,Arist.
GA 780a34, cf.Pr. 936a8; λίθος διαφαινόμενος transparent stone, Agatharch.82.3 metaph., to be proved, show itself,ἐν πείρα τέλος -εται Pi.N.3.71
, cf. Th.2.51; to be conspicuous,δυνάμει ταῦτα μέγιστα διεφάνη Id.1.18
; stand out, excel, πάνθ' ἁπλῶς ἂ διαφαίνεται prob. in Phld.Po.5.4.III intr., show light through, to be transparent,ἱμάτια -οντα Philem.81
; dawn,ἡμέρης -ούσης Hdt.7.219
, cf. 8.83: metaph., shine through,τὸ μεγαλοπρεπὲς διὰ τοῦ προσώπου διαφαίνει X.Mem.3.10.5
.2 πυρὰ διέφᾱνε ([dialect] Dor. [tense] aor. 1 ) the pyre parted its flames, so as to allow a passage, Pi.P.3.44 (v.l. -φαινε).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαφαίνω
-
11 blancheur
1) λευκό2) λευκότητα3) ασπράδα -
12 candeur
1) αθωότητα2) λευκότητα3) αγαθότητα4) αγνότητα
См. также в других словарях:
λευκότητα — η 1. η ασπράδα: Η λευκότητα του χιονιού ήταν εκτυφλωτική. 2. μτφ., αγνότητα: Το μεγαλύτερο προτέρημά του ήταν η λευκότητα της ψυχής του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκότητα — η (Α λευκότης) [λευκός] η ιδιότητα τού λευκού, ασπράδα νεοελλ. μτφ. αγνότητα αρχ. μτφ. (για τον λόγο) σαφήνεια … Dictionary of Greek
λευκότητα — λευκότης whiteness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… … Dictionary of Greek
Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… … Dictionary of Greek
бѣлость — БѢЛОСТ|Ь (6*), И с. Белизна: аще и чермьни грѣхо(м) есте. и хуже кровни. обѣлитесѩ акы снѣгъ. аще ли червлени. и мужи крови и свершени. то понѣ волньную бѣлость постигнете. (εἰς... λευκότητα) ГБ XIV, 24а; аще кому будеть на кожи знаменье гно˫а.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek
ασπράδα — η (Μ ἀσπράδα) η ιδιότητα του άσπρου, η λευκότητα … Dictionary of Greek
ασπρίζω — 1. κάνω κάτι άσπρο, λευκαίνω 2. βάφω άσπρο, ασβεστώνω 3. καθαρίζω ηθικά, εξαγνίζω 4. ξασπρίζω, ξεθωριάζω, κάνω κάτι να χάσει το άσπρο χρώμα του 5. φαίνομαι άσπρος, διακρίνομαι με τη λευκότητά μου («κάτι άσπριζε στο βάθος») 6. ασπρίζουν τα μαλλιά… … Dictionary of Greek
ασπρίλα — η 1. η ασπράδα, η λευκότητα 2. το ξάσπρισμα, η αλλοίωση του χρωματισμού 3. η χλωμάδα, η ωχρότητα («η ασπρίλα του νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + (κατάλ.) ίλα (πρβλ. ανατριχίλα, κοκκινίλα, μαυρίλα κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ασπροβολώ — ( άω) λάμπω με τη λευκότητα μου, ρίχνω λευκή ανταύγεια («ασπροβολούνε τα βουνά από το χιόνι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < άσπρος + βολώ < βολος < βάλλω (πρβλ. αγκυροβολώ, γεννοβολώ, μοσκοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)] … Dictionary of Greek