-
1 ευτροχος
I2[τρέχω]1) правильно или легко движущийся(κύκλος Plat., Plut.)
2) плавно скользящий(βρόχοι Xen.)
3) проворный, бойкий(γλῶσσα Eur.; ἐν τῷ διαλέγεσθαι Plut.)
4) приводящий в быстрое движение(λαίφεα Anth.)
IIэп. ἐΰτροχος 2[τρόχος]1) с красивыми колесами(ἅρμα Hom., Hes.; ἅμαξα Hom.)
2) хорошо закругленный, (совершенно) круглый(τεῖχος Anth.)
ἀντίπηγος εὔ. κύκλος Eur. — круглая корзина -
2 ευυφης
-
3 κυρτοω
-
4 πακτοω
1) конопатить, заделывать, затыкать(τὰς ἁρμονίας βύβλῳ Her.; π. τετρημένα ῥακίοισι Arph.)
2) запирать(δῶμα Soph.; τὰ προπύλαια μοχλοῖσι καὴ κλῄθροισι Arph.)
3) привязывать, крепить(λαίφεα Anth.)
-
5 προτονιζω
См. также в других словарях:
λαίφεα — λαί̱φεα , λαῖφος shabby neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευυφής — εὐυφής, ές (Α) υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνο υφής, λινο υφής] … Dictionary of Greek
παραιθύσσω — Α (ποιητ. τ.) 1. κινώ ή τινάσσω κάτι, κατά τη διάβαση, κατά το πέρασμα, τινάζω περνώντας («παραιθύσσειν ἄκρα πτερύγων», Ανθ. Παλ.) 2. συρίζω, αφήνω συριγμό κατά τη δίοδο, προκαλώ πνοή, φυσώ περνώντας («λαίφεα πάντ ἐτίναξε παραιθύξας πτερύγεσσι»,… … Dictionary of Greek