-
61 κομεω
Iион. = κομάω См. κομαωII1) заботиться, холить, окружать вниманием(γέροντα ἐνδυκέως Hom.)
2) (со)держать, кормить(ἵππους HH.; κύνα Hes.)
-
62 κτεινω
(fut. κτενῶ - эп.-ион. κτανέω и κτενέω, aor. 1 ἔκτεινα, aor. 2 ἔκτᾰνον, pf. ἔκτονα - Diod. ἔκταγκα; pass.: aor. ἐκτάνθην, pf. ἔκταμαι, part. aor. κτανθείς; в качестве pass. aor. и pf. употр., однако, преимущ. формы от θνῄσκω и ἀποθνῄσκω)1) убивать, умерщвлять(τινὰ δόλῳ, κύνα Hom.)
ὅ κτανών Aesch. — убийца2) казнить(κ. ἢ φυγαδεύειν ἢ ὀστρακίζειν τινά Arst.)
-
63 κυναμυια
-
64 οχευω
( о животных) покрывать, оплодотворять(τέν ἵππον Her.; τέν κύνα Plat.; αἱ ὕες ὀχεύονται καὴ ὀχεύουσι Arst.)
-
65 παραλυω
тж. med.1) отвязывать, снимать(τὰ πηδάλια τῶν νεῶν Her.; τὸν θώρακα Plut.)
2) (тайком) развязывать, распечатывать, в смысле обкрадывать(τὰ σακκία τῶν χρημάτων Diod.)
3) спускать (с привязи)(κύνα Xen.)
4) отделять, разлучать(τινὰ δάμαρτος Eur.)
5) отнимать, отбиратьΣμύρνη σφέων παρελύθη ὑπ΄ Ἰώνων Her. — Смирна была у них (эолян) отнята ионийцами
6) освобождать(τινὰ τῆς στρατεΐης Her.)
7) лишать(τινὰ τῆς στρατηγίης Her.)
τινὰ τῆς ὀργῆς π. Thuc. — унять чей-л. гнев;ἑαυτὸν τοῦ ζῆν π. Plut. — лишить себя жизни8) спасать(ψυχάν τινος Eur.)
9) отстранять, отвращать(Ἑλλάδος πόνους Eur.)
10) ослаблять, расслаблять(τὸ σῶμα τροφῆς ἀποχῇ Plut.)
ἥ δύναμις τῆς πόλεως παρελύθη Lys. — сила города (Афин) была надломлена;παραλελυμένος NT. = παραλυτικός -
66 πραυνω
ион. πρηΰνω1) успокаивать, унимать, смягчать(πνοιάς Hes.; ὀργήν Eur.; θυμόν Xen.; τινὰ λόγοις Aesch.)
πρηϋνομένου τοῦ χειμῶνος Her. — когда зима становится мягче, т.е. с наступлением более теплой погоды;π. τὸ ἕλκος Soph. — успокаивать причиняемые раной страдания2) укрощать, приручать(κύνα Hes., Xen.)
-
67 προσπαιζω
(aor. προσέπαισα - поздн. προσέπαιξα)1) играть, шутить, забавляться(τινί Xen., Plat.)
π. ἐν τοῖς λόγοις Plat. — играть словами2) насмехаться(τινί Plut.)
3) вышучивать(τοὺς ῥήτορας Plat.)
4) поддразнивать, дразнить(τὸν κύνα Luc.)
5) прославлять, славить, воспевать(τὸν Ἔρωτα, θεούς Plat.)
-
68 υποβαλλω
(эп. inf. ὑββάλλειν)1) подкладывать, подстилать(ὑπένερθε λῖτα Hom.)
τῶν Μηδικῶν πίλων ὑποβαλεῖν Xen. — разостлать часть мидийских ковров;πορφυρίδας ὑποβεβλημένοι Luc. — подостлав под себя пурпурные плащи;θεμέλιον ὑποβάλλεσθαί τινος перен. Polyb. — закладывать основы чего-л.2) подставлять(τὰς σφαγὰς τοῖς ξίφεσι Plut.)
3) приставлять, прикладывать(τινὰ μαστῷ γυναικός Eur.)
ὑ. δακτύλους Luc. — прикладывать пальцы (к отверстиям свирели)4) передавать, предавать, выдавать(ἑαυτὸν ἐχθροῖς Eur.)
ὑ. ἑαυτὸν ὑπὸ τὰς συμφοράς Isocr. — покоряться несчастьям;ὑ. τι ὑπὸ τέν ἐξουσίαν τινός Polyb. — отдавать что-л. во власть кому-л.5) подбрасывать, подкидывать, бросать(τινὰ τοῖς θηρίοις Polyb.)
ὑ. τὰ ὄμματά τινι Plut. — бросать взоры на кого(что)-л.6) med. (преимущ. о ребенке) выдавать за своего, присваивать Her., Arph.οἱ ὑποβαλόμενοι Plat. — мнимые родители;
ὑ. τέν δόξαν τινός Plut. — приписывать себе честь чего-л.7) med. подменивать, совершать подлог8) подсказывать, внушать, указывать(τινί τι Lys., Aeschin., Dem., Plut.)
ὑ. δυνήσεσθε ἤν τι ἐπιλανθάνωνται Xen. — вы можете подсказать, если они что-л. забыли;οὐκ ἐμοῦ ὑποβάλλοντος ἀνέξει ; Plat. — не позволишь ли мне сказать кое-что?;ἀκούειν, οὐδὲ ὑββάλλειν Hom. — слушать, а не перебивать9) диктовать(τὸν λόγον τινί Isocr.; ἃ χρέ γράφειν Aeschin.)
-
69 χοριον
τό1) анат. послед Arst.2) оболочка, перепонка(τοῦ ᾠοῦ Arst.)
χαλεπὸν χορίω κύνα γεῦσαι погов. Theocr. — опасно, когда собака отведает потрохов (так как сама станет поедать пойманную дичь), т.е. не следует потворствовать дурным привычкам
-
70 κυνάν
κυνάωplay the Cynic: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κυνάωplay the Cynic: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κυνάωplay the Cynic: pres part act masc nom sg (doric aeolic)κυνᾶ̱ν, κυνάωplay the Cynic: pres inf act (epic doric)κυνάωplay the Cynic: pres inf act (attic doric)κυνέηdog's skin: fem acc sg (attic doric) -
71 κυνᾶν
κυνάωplay the Cynic: pres part act masc voc sg (doric aeolic)κυνάωplay the Cynic: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)κυνάωplay the Cynic: pres part act masc nom sg (doric aeolic)κυνᾶ̱ν, κυνάωplay the Cynic: pres inf act (epic doric)κυνάωplay the Cynic: pres inf act (attic doric)κυνέηdog's skin: fem acc sg (attic doric) -
72 κυνάς
κυνᾶ̱ς, κυνάωplay the Cynic: pres ind act 2nd sg (doric)κυνέηdog's skin: fem acc pl (attic doric)κυνέηdog's skin: fem gen sg (attic doric)——————κυνάωplay the Cynic: pres subj act 2nd sgκυνάωplay the Cynic: pres ind act 2nd sg (epic) -
73 κύνας
κύωνdog: masc /fem acc plκύνᾱς, κυνάωplay the Cynic: imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) -
74 ἀγώνιος
a competitive, of competitionἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
ἔν τ' ἀγωνίοις ἀέθλοισι I. 5.7
ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ' ἀέθλων I. 9.8
κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μίμεο (in a musical contest for hyporchemata) *fr. 107a. 2*.b epithet of Hermes, patron of contests v.ἐναγώνιος. πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν ἵπποις I. 1.60
-
75 Ἀμυκλαῖος
̆αμυκλαῑος1 of Amyklai Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μίμεο (- αᾰαν Bergk.) *fr. 107a. 2.* -
76 ἀπό
ᾰπό (1ἄπο O. 3.9
, O. 1.13, P. 5.7, N. 3.8 84, I. 4.53, Πα. 20. 11, 13)1 prep. c. gen.a with a verb of motion, fromΠίσα τᾶς ἄπο νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9
Ἴστρου ἄπο σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων O. 6.99
Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς O. 7.33
ἀπὸ Μαντινέας O. 10.70
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων P. 2.3
ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.26
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο P. 4.133
ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον P. 8.41
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνας N. 5.3
φεῦγε γὰρ πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν ἦλθ' ἀνήρ I. 4.53
b out of, from out of, from, generallyἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73
[ἀπ byz.: ὑπ codd. O. 5.14]φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5
θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις O. 9.58
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου βάλλων O. 13.88
[ ἀπὸ coni. Stone: ἐρέω codd.: ἄρα Wil. P. 1.77]φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.17
καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.16
χρὴ δ' ἀπἈθανᾶν τέκτον' ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18
ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28
ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.60
—1.ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2* ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 6. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.c down fromΔωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
εὖτ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς N. 10.61
dI far from, deprived ofἌτλας οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
II from offδρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
eI won fromἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, δύο δ' ἀπὸ Κίρρας P. 7.16
πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.59
II coming fromσυμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.34
ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος fr. 106. 5. ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.III begotten fromυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας N. 6.35
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5.f from the time of, sinceἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος O. 7.93
νιν κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.7
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας. Σ.) P. 5.114τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
g ἀπὸ γλώσσας, simm.αἶνος ὃν ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3.h from, as a result ofκοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος O. 13.76
2 in tmesis.ἀπὸ ἔχειν O. 2.69
ἀπὸ ῥίψον O. 9.35
ἀπὸ εἴργοντες O. 13.59
ἀπὸ ἀμβλύνει P. 1.82
ἀπὸ λιπὼν P. 3.101
ἀπὸ δώσω P. 4.67
ἀπὸ ῥίψαις P. 4.232
ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
ἀπὸ δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἀπὸ ὤθεον fr. 166. 3.3 fragg. ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ἁμετέρας ἄπ[ο (supp. Lobel) fr. 59. 8. -
77 βουλεύω
a c. inf.παῦροι δὲ βουλεῦσαι φόνου παρποδίου νεφέλαν τρέψαι ποτὶ δυσμενέων ἀνδρῶν στίχας χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.37
b c. acc., be resolved upon κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν (v. l. βουλεύοντι: bloodthirsty) fr. 234. 3. -
78 διώκω
1 pursueαὐτίκα γὰρ ἦλθε Λήδας παῖς διώκων N. 10.66
met. try to capture, attainὦ Μέλισσ, εὐμαχανίαν γὰρ ἔφανας Ἰσθμίοις ὑμετέρας ἀρετὰς ὕμνῳ διώκειν I. 4.3
ἀγαπᾶται μέτρα μὲν γνώμᾳ διώκων, μέτρα δὲ καὶ κατέχων I. 6.71
τερπνὸν ἐφάμερον διώκων ἕκαλος ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.40
μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4.οὐ μιν διώξω O. 3.45
2 speed, drive cf.διώξιππος ὃς κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ' ἀμαιμακέτου I. 8.35
Ἄβδηρε [σέθ]εν Ἰάονι τόνδε λαῷ [παι]ᾶνα [δι]ώξω Δηρηνὸν Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν (a metaphor derived from the chariot of song) Pae. 2.43a of playing a stringed instrument, run over φόρμιγγ' Ἀπόλλων ἐπτάγλωσσον χρυσέῳ πλάκτρῳ διώκων ἁγεῖτο παντοίων νόμων (διώκειν δέ φησιν αὐτόν, τὸ τάχος ἐμφῆναι βουλόμενος τῆς πλήξεως. Σ) N. 5.24b run through a song Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν μιμέο καμπύλον μέλος διώκων (an allusion to the chariot of song, v. Pae. 2.4 supra, and καμπύλον δίφρον 1. 4. 29; here of the hyporchema) *fr. 107a. 3*. -
79 Δώτιος
1 the Dotian plain, in Thessalian Pelasgiotis. Πελασγὸν ἵππον ἢ κύνα Ἀμυκλάιαν ο ἀνὰ Δώτιον ἀνθεμόεν πεδίον πέταται *fr. 107a. 4.* -
80 ἐλελίζω
1 shakea brandishοὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
b make to throbφόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ὁπόταν προοιμίων ἀμβολὰς τεύχῃς ἐλελιζομένα P. 1.4
c med., intrans. shake κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο of dancing movements in the hyporchema *fr. 107a. 3.*
См. также в других словарях:
κύνα — κύνα, ἡ (Μ) σκύλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύνας, μεταπλ. τ. τού κύων, κυνός, με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
κύνα — κύων dog masc/fem acc sg κύνᾱ , κυνάω play the Cynic pres imperat act 2nd sg κύνᾱ , κυνάω play the Cynic imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνά — κυνάς of a dog masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κῦνα — Κῦνον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κύνα δέρειν δέ δαρμένην. — См. С одного вола по две кожи не дерут … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. — τὸν κύνα ποίησον συντεκνον καὶ τὸ ῥαβδίον σου βάσταζε. См. Дружиться дружись, а нож за пазухой держи … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κυναγοῦ — κυνᾱγοῦ , κυναγός hound leader masc/fem gen sg κυνᾱγοῦ , κυνηγέω hunt pres imperat mp 2nd sg (attic doric) κυνᾱγοῦ , κυνηγέω hunt imperf ind mp 2nd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυναγεσίας — κυνᾱγεσίᾱς , κυνηγεσία venatio fem acc pl (doric) κυνᾱγεσίᾱς , κυνηγεσία venatio fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυναγετεῖ — κυνᾱγετεῖ , κυνηγετέω hunt pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κυνᾱγετεῖ , κυνηγετέω hunt pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυναγεῖ — κυνᾱγεῖ , κυνηγέω hunt pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κυνᾱγεῖ , κυνηγέω hunt pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυναγέται — κυνᾱγέται , κυνηγέτης huntsman masc nom/voc pl (doric) κυνᾱγέτᾱͅ , κυνηγέτης huntsman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)