1 ανισος
(κόκλοι Plat.; μέτροι, ἄ. μάχη πρός τινα Plut.)
ἡ ἄ. πολιτεία Aeschin. = ὀλιγαρχια
(βίος Plut.)
(ὅ ἄδικος ἄ. sc. ἐστιν Arst.)
Древнегреческо-русский словарь > ανισος