-
1 αστραβιζω
быть оседланным как мул, т.е. служить вьючным животным(κάμηλοι ἀστραβίζουσαι Aesch.)
-
2 ησσων
атт. ἥττων, ион. ἕσσων 2, gen. ονος (compar. к κακός и μικρός, при superl. ἥκιστος)1) более слабый, уступающийαἴθ΄ ὅσον ἥ. εἰμί, τόσον σέο φέρτερος εἴην Hom. — если бы я был сильнее тебя настолько, насколько я (в действительности) слабее;
πλῆθος μὲν οὐκ ἐλάσσονες τῶν Περσέων, ῥώμῃ δὲ ἕσσονες Her. — (мидяне были) по численности не ниже персов, но уступали (им) в силе;αἱ κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ἐς ταχυτῆτα εἰσίν Her. — верблюды не уступают лошадям в скорости;τὸν νοῦν ἥ. Soph. — менее разумный;ἥ. ἱππεύειν Xen. — менее искусный в верховой езде;ἥ. τῇ ναυμαχίη Her. — более слабый в морском бою2) побеждаемый или побежденный3) не умеющий совладать, покорный, подвластный, легко соблазняющийсяἥ. γαστρός Xen. — склонный к чревоугодию;
ἥ. πόνου и τῶν πόνων Xen. — не умеющий бороться с усталостью, мало выносливый;ἥ. τῶν ἡδονῶν Plat. — не умеющий устоять перед наслаждениями;ἥ φύσις καὴ νόσων ἥ. καὴ γήρως Lys. — природа, подверженная и болезням и старости4) меньший(πλείονα μὲν ἀκούειν, ἥττονα δὲ λέγειν Diog.L.). - см. тж. ἧσσον
-
3 ιππαστριος
-
4 νωτοφορια
-
5 προσετι
часто πρὸς δ΄ ἔτι (тж. π. δὲ καὴ Arst.) adv. сверх того, кроме того, еще, а такжеπ. θαλάσσης ἐμπειρότατοι Thuc. — к тому же весьма опытные в мореходстве;
πρὸς δ΄ ἔτι κάμηλοι εἰσὴν αὐτοῖς Xen. — имеются у них и верблюды -
6 σκευοφορος
I2вьючный, обозный, ломовой(κάμηλοι Her.; ὑποζύγια Xen.)
IIὅ досл. носильщик, воен. обозный Her., Thuc., Arph., Xen.
См. также в других словарях:
κάμηλοι — κάμηλος camel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CALCANEA Camelorum — in delitiis Veter. Ael. Lampid. in Heliogab. c. 19. Comedit saepius, ad imitationem Apicii, calcanea camelorum et cristas vivis gallinaceis demptas etc. Nempe haec cupediariis fuisse expetita non multo magis mirandum, quam de cristis gallorum… … Hofmann J. Lexicon universale
CAMELORUM Pili — in Caspiis olim fuêre mollissimi et ex iis confectae vestes ad delitias pertinebant. Aelian. Hist. l. 17. c. 34. Κάμηλοι δ᾿ ἀριθμοῦνται πλείους, αἱ μέγιςται κατὰ τοὺς ἵππους τοὺς μεγίςτους, δ᾿τβιχες ἄγαν. ἁπαλαὶ ράς εἰσι σφξ´δρα αἱ τούτων τρίχεξ … Hofmann J. Lexicon universale
ιπποβάμων — ἱποβάμων, ονος, ὁ (Α) 1. αυτός που προχωρεί ανεβασμένος πάνω σε ίππο, ιππικός, έφιππος («Ἀριμασπὸν ἱπποβάμονα στρατόν», Αισχύλ.) 2. αυτός που τρέχει σαν άλογο ή που χρησιμεύει για ίππευση («ἱπποβάμονες κάμηλοι», Αισχύλ.) 3. φρ. α) «ρήματα… … Dictionary of Greek
κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… … Dictionary of Greek
καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… … Dictionary of Greek
σκευοφόρος — ο / σκευοφόρος, ον, ΝΑ και σκευηφόρος, ον, Α 1. αυτός που μεταφέρει φορτία ή αποσκευές, σκευαγωγός (α. «σκευοφόρα ζώα» β. «εἵποντο σιτοφόροι τε και σκευοφόροι κάμηλοι», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σκευοφόρα (ενν. ζώα) τα υποζύγια που… … Dictionary of Greek
ταχυτής — ῆτος, ἡ, και δωρ. τ. ταχυτάς, ᾱτος, Α [ταχύς] 1. ταχύτητα, γρηγοράδα («αἱ γάρ σφι κάμηλοι ἵππων οὐκ ἕσσονες ταχυτῆτά εἰσι», Ηροδ.) 2. (για πρόσ.) βιασύνη, σπουδή … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek