-
1 κάμακος
κάμαξvine-pole: masc /fem gen sg -
2 γλώσσημα
-
3 κάμαξ
κάμαξ, ακος, ἡ, auch ὁ (nach den Alten von καμεῖν), eine Stange, ein Pfahl, bes. Weinpfahl ( ὑποβαστάζοντα τοὺς ἀμπέλους ξύλα Hesych.; vgl. Poll. 1, 124), Il. 18, 563; Hes. Se. 298; ϑύρσου χλοερός Phalaec. 3 (VI, 165); übh. Stange, ὁ, Aesch. frg. 157; Speer, ἐν προτελείοις κάμακος Ag. 66, wie Eur. Hec. 1155 El. 852. – Ruderstange, Luc. Navig. 6. – Nach E. M. im masc. die Pallisade, der Spitzpfahl; Hesych. erkl. auch κάμακας καλάμους ὀξεῖς. Vgl. καμάσσω.
-
4 δια-κναίω
δια-κναίω, zerschaben, zerreiben, zersplittern, übh. zerstören; ὄψιν Eur. Cycl. 487; Alc. 108 u. öfter; διακναιομένης κάμακος Aesch. Ag. 65; ἡ πόλις διακναισϑήσεται, Schol. διαφϑαρήσεται, Ar. Pax 251; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος, abgeschabt, bleich, Nubb. 119; πόϑος μ' ἔχει διακναίσας, verzehrt mich, Eccl. 956.
-
5 γλωσσημα
-
6 διακναίω
A scrape or grate away, ὄψιν δ. gouge out his eye, E.Cyc. 487 (lyr.):—[voice] Pass., to be lacerated, Hp.Mul.2.120; διακναιομένης κάμακος the spear being shivered, A.Ag.65 (anap.).2 wear out, wear away,ἡ ἀσιτίη δ. Hp.Morb.1.13
;πόθος μ' ἔχει διακναίσας Ar.Ec. 957
, cf.E.IA27 (lyr.), Heracl. 296 (lyr.); δ. Ὀρέστην murder Orestes (i.e. the character, by bad acting), Stratt.1:—[voice] Pass., to be worn quite away, destroyed, αἰκίαις, μόχθοις, A.Pr.94, 541 (lyr.), cf. E.Med. 164 (lyr.), Alc. 109 (lyr.); ; τὸ χρῶμα διακεκναισμένος with all one's colour scraped off, Id.Nu. 120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακναίω
-
7 προτέλειος
A before a ceremony of initiation, etc.: Subst. [full] προτέλεια (sc. ἱερά), τά, sacrifice offered before any solemnity, θυτὴρ γενέσθαι.., προτέλεια ναῶν as an offering in behalf of.., A.Ag. 227 (lyr.); π. Ἐλευσινίων restd. in IG12.5.2; before the marriage-rite, π. δ' ἤδη παιδὸς ἔσφαξας θεᾷ; E.IA 718, cf. Pl.Com.174.5;π. γάμων Pl.Lg. 774e
, cf. Men.1058, Ael.Dion.p.61 Schwabe: rarely in sg., Aristid. Quint.3.27.2 generally, beginning, ἐν προτελείοις κάμακος in the preliminary conflicts, A.Ag.65 (anap.); ἐν βιότου π. ib. 720 (lyr).b metaph., introduction,τὰ π. τῆς φιλοσοφίας Ph.1.294
, cf. Gal.Phil. Hist.16;π. γράφων τῆς ἀκροάσεως Procl.in Prm.p.541
S.: rarely in sg., Them.Or.20.235d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προτέλειος
См. также в других словарях:
κάμακος — κάμακος, ὁ (AM) ράβδος, κοντάρι, πάσσαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κάμαξ πρβλ. κόρακος (γεν. κοράκου) κόραξ] … Dictionary of Greek
κάμακος — κάμαξ vine pole masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμαξ — κάμαξ, ακος, ὁ, ἡ (AM) μσν. το οριζόντιο μακρύ ξύλο τού κλουβιού, πάνω στο οποίο κουρνιάζουν όρνιθες αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο στήριζαν τα κλήματα 2. κάθε μακρύ ξύλο, κοντάρι («ὁ κάμαξ πεύκης», Αισχύλ.) 3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) ὁ κάμαξ το … Dictionary of Greek
προτέλειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από το τέλος μιας επίσημης πράξης 2. εκκλ. αυτός που έγινε τέλειος εκ τών προτέρων («προτέλειος Ἰησοῡς», Διον. Αρεοπ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προτέλεια (ενν. ἱερά) η θυσία που προσφερόταν πριν από μια ιερή… … Dictionary of Greek