-
121 ἐπιτυχής
A hitting the mark, successful (opp. ἀποτυχής, Pl.Sis. 391c ([comp] Comp.)), Turneb.(lyr.); , D.S.4.83 ;κατά τι Plb.5.102.1
;ἐς πάντα App.BC2.149
([comp] Sup.): c.gen., ἐ. τῶν καιρῶν δόξα that always hits the right nail on the head, Isoc.12.30. Adv.-χῶς, εἰπεῖν Pl.Phlb. 38d
;διειλέχθαι Isoc.12.230
, cf.Plu.Mar.17, Aët.9.28.II [voice] Pass., easy to hit,εὔβλητοι καὶ ἐ. App.Syr.35
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτυχής
-
122 ὀλέθριος
ὀλέθρ-ιος, ον, E.Hec. 1084 (lyr.), Pl.Ep. 334d ; but α, ον Hdt.6.112, LXX Wi.18.15, and freq. in Trag. (v. infr.):—A destructive, deadly, ὀ. ἦμαρ the day of destruction, Il.19.294, 409, cf. ἐλεύθερον ἦμαρ, etc. ; so μανίη πάγχυ ὀ. Hdt.l.c. ;ὀ. μόρος A.Th. 704
; ; κότος ὀ. ib. 952 (lyr.) ;ὀλεθρία νύξ S.OC 1683
(lyr.), etc. ; ψῆφος ὀλεθρία a vote of death, A.Th. 198 : in S.Aj. 799, ἔξοδον.. ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν seems to be = φέρειν εἰς ὄλεθρον : acc. sg. masc. predicatively used, ἀλλά μ' ἁ.. θεὸς ὀλέθριον αἰκίζει fatally, ib. 402 (lyr.):—rare in Prose, as Pl.R. 389d, Gal.16.522 ;νόσοι Phld.Ir.p.57
W. ([comp] Sup.). Adv.- ίως Eust.132.16
.2 c.gen., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων bringing ruin on his friends, A.Ag. 1156 (lyr.).3 c. dat., as Subst., ψύλλοις ὀλέθριον, name of a fluid, Philum.Ven.12.4.II of persons, in danger of death, Hp.Acut.58 ; lost, undone, S.Tr. 878. Adv.-ίως, ἔχειν Gal.16.522
, al.2 rascally, worthless (cf.ὄλεθρος 11
nisi hoc leg.), Luc.DMort. 2.1 codd., Hist.Conscr.38 codd. [suff] ὀλεθρ-ιώδης, ες, gloss on λευγαλέη, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀλέθριος
-
123 ἀλλόκοτος
ἀλλό-κοτος, anders beschaffen, entgegengesetzt, anders als gewöhnlich, ungewöhnlich; dah. unnatürlich, widerwärtig; Adv. ungewöhnlich -
124 βαρύκοτος
βαρύ-κοτος, schwer, heftig grollend -
125 δυςμήτωρ
-
126 ἔγκοτος
ἔγ-κοτος, ingrimmig, hassend; μητρὸς κύνες, Erinnyen; ἔγκοτον ἔχειν τινί, auf j-n einen Haß, Groll haben; τινός, wegen einer ; κατὰ τὸ ἔγκοτόν τινος, aus Zorn über. Adv. ἐγκότως, ἔχειν, erzürnt sein -
127 ἐπίκοτος
ἐπί-κοτος, zürnend, aufgebracht; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde; voll von Groll u. Haß -
128 ζάκοτος
См. также в других словарях:
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek
κότος — grudge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότον — κότος grudge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότου — κότος grudge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότων — κότος grudge masc gen pl κοτάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κοτάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότῳ — κότος grudge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] … Dictionary of Greek
νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] … Dictionary of Greek
υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] … Dictionary of Greek
γεγηρακότος — γεγηρᾱκότος , γηράσκω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)