-
1 κοτος
ὅ гнев, злоба(κότον ἔχειν τινί Hom.; ὀλέθριος Aesch.)
κότον ἐντίθεσθαί τινι θυμῷ Hom. — затаить в душе злобу на кого-л.;μή μοι κότον θῇς (v. l. ἐφῇς) Eur. — не сердись на меня -
2 αιγις
I1) козья шкура(δασύμαλλος Aesch.)
2) плащ из козьей шкуры (у Her. встреч. как народноэтимол. смешение с αἰγίς II, 2)II- ίδος ὅ1) вихрь, буря(αίγίδων κότος Aesch.)
2) эгида (вздымающий грозные бури щит Зевса, реже - Аполлона и Афины, по позднейшему преданию, сделанный из шкуры козы Амалтеи) Hom., Aesch. - см. αἰγίς См. αιγις I, 2 -
3 αλλοκοτος
21) другой, иной, отличныйἀ. τῶν πάρος Soph. — отличный от прежнего
2) странный, необычный(ὄνομα Plat.; φωνή Plut.)
3) чудовищный, ужасный(πρᾶγμα Thuc.; ἔργον Plut.)
-
4 βαρυκοτος
-
5 δυσμητωρ
{. κότος Aesch. — гнев злой матери
-
6 εγκοτος
I2негодующий, рассерженный(μητρὸς κύνες = Ἐρινύες Aesch.; φθόνος Anth.)
IIὅ гнев(ἔγκοτον ἔχειν τινί τινος или διά τι Her.)
-
7 επικοτος
-
8 επιτυχης
-
9 ζακοτος
-
10 παλιγκοτος
I2постоянно разгорающийся, т.е. неутолимо враждебный, злой(κληδόνες, τύχη Aesch.; πῆμα Pind.)
π. τινι Arph. — враждебный кому-л.IIὅ противник, враг Pind., Aesch. -
11 υπερκοτος
См. также в других словарях:
κότος — κότος, ὁ (Α) διαρκής οργή, έχθρα, μίσος, μνησικακία («ὅ τοι κότον ἔνθετο θυμῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε θέμα κοτεσ ουδ. ουσ. (*κότος, το), πρβλ. κοτέσ σασθαι (αόρ. τού κοτέω), οπότε συνδέεται με κελτικές και… … Dictionary of Greek
κότος — grudge masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότε — κότος grudge masc voc sg πότε when? at what time? ionic (indeclform interrog) κοτε , ποτέ ionic (enclitic indeclform particle) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότον — κότος grudge masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότου — κότος grudge masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότων — κότος grudge masc gen pl κοτάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κοτάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κότῳ — κότος grudge masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλόκοτος — μεγαλόκοτος, ον (Α) πολύ οργισμένος. επίρρ... μεγαλοκότως (Α) με μεγάλη οργή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κότος «οργή» (πρβλ. βαρύ κοτος, νεό κοτος)] … Dictionary of Greek
νεόκοτος — και νεοκότος, ον (Α) (ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό κοτος, βαρὐ κοτος)] … Dictionary of Greek
υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] … Dictionary of Greek
γεγηρακότος — γεγηρᾱκότος , γηράσκω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (attic) γεγηρᾱκότος , γηράω grow old perf part act masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)