-
1 ευθηνεω
староатт. εὐθενέω (тж. med. с aor. εὐθηνήθην)1) находиться в цветущем состоянии, процветать, благоденствовать Aesch., Arst.οἱ Λακεδαιμόνιοι εὐθηνήθησαν Her. — лакедемоняне достигли цветущего состояния;
εὐθενούντων τῶν πραγμάτων Dem. — в пору государственного благополучия2) быть крепким, здоровым, сильным(σώμασιν Arst.)
3) быть плодородным(εὐθενοῦσα γῆ Xen.)
4) быть богатым, изобиловать(κτήνεσι HH.; τοῖς ἰδίοις βίοις Plut.)
См. также в других словарях:
κτήνεσι — κτή̱νεσι , κτῆνος flocks and herds neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχολος — ἐπίχολος, ον (Α) 1. (για πυρετό) εκείνος που συνοδεύεται από έκκριση χολής («πυρετοὶ ἐπίχολοι», Ιπποκρ.) 2. ευερέθιστος, οργίλος 3. αυτός που παράγει χολή («τοῑσι δὲ κτήνεσι ἡ ποίη... ἐπιχολωτάτη», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
παρασυμβάλλομαι — Α παραβάλλομαι, γίνομαι όμοιος, εξομοιώνομαι με κάποιον («παρασυνεβλήθη τοῑς κτήνεσι τοῑς ἀνοήτοις», ΠΔ) … Dictionary of Greek
χόρτος — ὁ, ΜΑ αυτοφυές χόρτο, χρησιμοποιούμενο ιδίως για ζωοτροφή (α. «ὁ ἐξανατέλλων χόρτον τοῑς κτήνεσι...», ΠΔ β. «σῑτον ἐσενηνέχθαι πολλὸν καὶ χόρτον τοῑσι ὑποζυγίοισι», Ηρόδ.) αρχ. 1. τόπος περιφραγμένος και φυτευμένος με διάφορα φυτά και δέντρα,… … Dictionary of Greek