Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(κινήσεις

См. также в других словарях:

  • κινήσεις — κῑνήσεις , κίνησις motion fem nom/voc pl (attic epic) κῑνήσεις , κίνησις motion fem nom/acc pl (attic) κῑνήσεις , κινέω set in motion aor subj act 2nd sg (epic) κῑνήσεις , κινέω set in motion fut ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… …   Dictionary of Greek

  • ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… …   Dictionary of Greek

  • βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • βραδυσεισμοί — Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρτούρ Ισέλ για τις βραδείες καθοδικές ή ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις (ισοστασία) ενός μικρού ή μεγάλου μέρους του φλοιού της Γης. Ο β. ονομάζεται θετικός όταν η στεριά χαμηλώνει (καθοδική κίνηση), με… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»