-
1 κινήσεις
κῑνήσεις, κίνησιςmotion: fem nom /voc pl (attic epic)κῑνήσεις, κίνησιςmotion: fem nom /acc pl (attic)κῑνήσεις, κινέωset in motion: aor subj act 2nd sg (epic)κῑνήσεις, κινέωset in motion: fut ind act 2nd sg -
2 эволюция
-и θ.1. εξέλιξη, ανέλιξη•эволюция вселенной η εξέλιξη του σύμπαντος•
эволюция человека η εξέλιξη του ανθρώπου•
эволюция нравов η εξέλιξη των ηθών.
2. (στρατ.) ανακατάταξη• αναδιάταξη.(στρατ.) ελιγμός, μανούβρα.3. πλθ. -ии οι κινήσεις•следить за -ями кого παρακολουθώ τις κινήσεις κάποιου•
делать разные -ии κάνω διάφορες κινήσεις.
-
3 fidget
['fi‹it] 1. past tense, past participle - fidgeted; verb(to move (the hands, feet etc) restlessly: Stop fidgeting while I'm talking to you!) κάνω νευρικές κινήσεις2. noun(a person who fidgets: She's a terrible fidget!) που κάνει νευρικές κινήσεις νευρόσπαστο -
4 вымахать
ρ.σ. (απλ.)1. διώχνω με ! ικίνηση του χεριού•вымахать мухи из полога διώχνω τις μύγες από την κουρτίνα με κινήσεις του χεριού.
2. κουράζω με τίς πολλές κινήσεις.3. μεγαλώνω, αυξαίνω, ψηλώνω. -
5 вымахивать
ρ.δ.βλ. вымахать.1. διώχνομαι με κινήσεις του χεριού.2. κουράζομαι από τις πολλές κινήσεις. -
6 подвигать
-
7 ποωτ-ουργός
ποωτ-ουργός, zuerst machend, bewirkend, κινήσεις, die ersten, ursächlichen, Plat. Legg. X, 897 a.
-
8 κατα-μῑμέομαι
κατα-μῑμέομαι, nachahmen, bes. um Etwas lächerlich zu machen, καὶ κατέσκωπτον τὰς σπουδαίας κινήσεις ἐπὶ τὰ γελοιότερα μεταφέροντες D. Hal. 7, 72.
-
9 εὔ-λυτος
εὔ-λυτος, leicht zu lösen, loszubinden, Xen. Cyn. 6, 12; ὦμοι, κλεῖδες, gelenkig, Arist. Physiogn. 6; κοιλία Probl. 4, 3, vom Stuhlgang, wie αἱ ὑστέραι, αἱ τῆς κοιλίης διαχωρήσεις, Hippocr.; übertr., στέργηϑρα φρενῶν Eur. Hippol. 256, leicht, wie οὐκέϑ' ὅμοια εὔλυτα, von der Treue der Bundesgenossen, Xen. Hell. 3, 2, 19; ἑρμηνεία Alcidam. de Sophist. p. 677, 1 ff.; – κινήσεις, leicht, flink, D. Sic. 3, 22; στόμα εὔλυτον πρὸς λοιδορίαν, leicht bereit dazu, Theophr. char. 6. – Adv., εὐλύτως ἰόντα οὖρα, leicht fortgehend, Hippocr.; Pol. 27, 9.
-
10 δευτερο υργός
δευτερο υργός, 1) den zweiten Platz einnehmend, κινήσεις σωμάτων Plat. Legg. X, 897 a; dah. = untergeordnet, τέχνη, = βαναυσική, Poll. 7, 6. – 2) der Kleider wieder aufkratzt u. reinigt, Poll. 7, 77.
-
11 δια-νοητικός
δια-νοητικός, ή, όν, denkend, den Verstand betreffend; κινήσεις Plat. Tim. 89 a; ἀρετή Arist. Eth. 2, 1; – Sp.; – gedankenreich, Arist. poet. 24.
-
12 ἀ-μενηνός
ἀ-μενηνός, fem. ἀμενηνή Opp. H. 2, 58 (μένος, μένω), nicht Stand haltend, kraftlos, Hom. sechsmal, Iliad. 5, 887 ἤ κε ζὼς ἀμενηνὸς ἔα χαλκοῖο τυπῇσιν, Od. 19, 562 δοιαὶ γάρ τε πύλαι ἀμενηνῶν εἰσὶν ὀνείρων, 10, 521. 536. 11, 29. 49 νεκύων ἀμενηνὰ κάρηνα; – Eur. Troad. 193 ἀμ. νεκύων ἄγαλμα; φῦλα ἀνϑρώπων H. Cer. 352; vgl. Ar. Av. 686; ἀνήρ Soph. Ai. 874; κινήσεις ἀμενηνότεραι Tim. Locr. 100 c; Theophr.; Luc. Gall. 5. – Adv. ἀμενηνῶς Galen.; ἀμενηνὰ φαείνειν Arat. 173.
-
13 ὁμαλύνω
ὁμαλύνω, ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνϑεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.
-
14 ἐμ-βατήριος
ἐμ-βατήριος, 1) zum Hineingehen gehörig; τὰ ἐμβατήρια, sc. ἱερά, die beim Einsteigen ins Schiff vor der Abfahrt dargebrachten Opfer, Philostr. u. A.; vgl. Pierson zu Möris p. 223. – 2) beim Einherschreiten gebräuchlich; ῥυϑμοί (οἷς ἐχρῶντο πρὸς τὸν αὐλὸν ἐπάγοντες τοῖς πολεμίοις), παιάν, μέλος, Marschlied, Kriegsgesang, nach dem die Soldaten marschiren, Plut. Lyc. 22; Ath. XIV, 630 f; vgl. Schol. Thuc. 5, 69; auch τὸ ἐμβατήριον, Polyaen. 1, 10; gew. bei den Lacedämoniern; auch bei den Arkadern, Pol. 4, 20, 12 u. A.; κινήσεις ἐμβατήριοι καὶ χορευτικαί sind eine Art Waffentanz, Ath. I, 21 f.
-
15 ανοργανος
21) не пользующийся орудиями Plut.2) совершающийся без (специальных) органов(κινήσεις, sc. ἀσπίδος Plut.)
-
16 δευτερουργος
-
17 δυσεξελικτος
2который трудно развить, т.е. крайне сложный, запутанный(κινήσεις, βούλευμα Plut.)
-
18 εκκριτικος
3физиол. выделительный, секреторный -
19 εκουσιος
3 и 21) ( о лицах) действующий по своей волеἑκουσίῳ τρόπῳ Eur. — добровольно;
ἥμαρτεν οὐχ ἑ. Soph. — он совершил невольную ошибку;ἑ. ἢ ἄκων Soph. — по доброй воле или насильно;ἑ. ἀπέθανε Thuc. — он покончил жизнь самоубийством2) ( о действиях) добровольный, умышленный, (пред)намеренный(βλάβαι Soph.; φυγή Eur.; ἀδικήματα Plat.; πράξεις Arst.; γάμοι Plut.)
κινεῖσθαι τὰς ἑκουσίας κινήσεις Arst. — совершать произвольные движения - см. тж. ἑκούσια, ἑκουσία и ἑκούσιον -
20 εναντιος
31) находящийся напротив, противоположный, противолежащий(ἀκταὴ ἐναντίαι ἀλλήλῃσιν Hom.; μέρη τῆς πόλεως Arst.)
ἐ. ἧστο Hom. — он сидел напротив;τὰ τυφλὰ τοῦ σώματος ἐναντία τάττειν τοῖς πολεμίοις Xen. — обращать тыл к врагу, т.е. бежать от врага;πρόσωπα ἐναντία Plat. — лица, обращенные в противоположные стороны;ἐξ ἐναντίας Thuc., Plat., ἐξ (ἐκ τοῦ) ἐναντίου Xen., Luc. и ἐκ τῶν ἐναντίων Polyb. — с противоположной стороны2) направляющийся навстречу, встречный(δύο ἅμαξαι ἐναντίαι ἀλλήλαις Thuc.; ῥοή Plat.; κινήσεις Arst.)
οἱ ἐναντίη ἤλυθε Hom. — она вышла ему навстречу;ἄνεμος ἐ. ἔπνει Xen. — дул встречный ветер;3) противоположный по смыслу, обратный(τινί и τινός Plat.)
καὴ σμικρὰ καὴ τἀναντία Soph. — и малое, и большое;τέν ἐναντίαν (sc. ψῆφον) θέσθαι τινί перен. Plat. — высказать мнение, противоположное чьему-л.4) вражеский, враждебный, неприятельский(στρατός Pind.; στρατόπεδον Plat.)
ἐναντίοι καὴ σύμμαχοι Xen. — противники и союзники
См. также в других словарях:
κινήσεις — κῑνήσεις , κίνησις motion fem nom/voc pl (attic epic) κῑνήσεις , κίνησις motion fem nom/acc pl (attic) κῑνήσεις , κινέω set in motion aor subj act 2nd sg (epic) κῑνήσεις , κινέω set in motion fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηπειρογενετικές κινήσεις — Όρος της γεωλογίας, που εκφράζει το σύνολο των αργών κινήσεων που προκαλούν τις κατακόρυφες μετατοπίσεις (εξάρσεις ή καθιζήσεις) εκτεταμένων περιοχών της Γης, χωρίς να διαταράσσεται ο τεκτονικός ιστός των πετρωμάτων, είτε με πτυχώσεις είτε με… … Dictionary of Greek
ευστατικές κινήσεις — Είναι οι μεταβολές του συνόλου της στάθμης των ωκεανών. Οι μεταβολές αυτές, που συμβαίνουν ταυτόχρονα σε ολόκληρη τη Γη, διαπιστώνονται από τον εντατικότερο σχηματισμό ή την ελάττωση των παγετώνων στις ηπείρους. Κατά τη διάρκεια, δηλαδή, των… … Dictionary of Greek
βιολογία — Επιστήμη που ερευνά τους γενικούς νόμους που διέπουν τη ζωή. Ο όρος χρησιμοποιείται άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που ερευνά τις σχέσεις μεταξύ των ζωντανών οργανισμών και του περιβάλλοντός τους και άλλοτε με την έννοια της επιστήμης που… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
βραδυσεισμοί — Όρος που χρησιμοποιήθηκε από τον Αρτούρ Ισέλ για τις βραδείες καθοδικές ή ανοδικές ηπειρογενετικές κινήσεις (ισοστασία) ενός μικρού ή μεγάλου μέρους του φλοιού της Γης. Ο β. ονομάζεται θετικός όταν η στεριά χαμηλώνει (καθοδική κίνηση), με… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek