Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(κηκίς

См. также в других словарях:

  • κηκίς — κηκίς, ῑδος, ἡ (ΑΜ) βλ. κηκίδα …   Dictionary of Greek

  • κηκίς — κηκί̱ς , κηκίς anything gushing fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδα — κηκίς anything gushing fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδας — κηκίς anything gushing fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδες — κηκίς anything gushing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδι — κηκίς anything gushing fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖδος — κηκίς anything gushing fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκῖσι — κηκίς anything gushing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηκίδα — Ανώμαλη υπερπλασία, που σχηματίζεται σε διάφορα μέρη ποωδών, θαμνωδών και δενδρωδών φυτικών ειδών. Ο σχηματισμός της κ. οφείλεται τις περισσότερες φορές στην εναπόθεση αβγών από τα έντομα. Σπανιότερα οι κ. προκαλούνται από τη δράση χημικών ουσιών …   Dictionary of Greek

  • Aeolic Greek — For the architectural style, see Aeolic order. Distribution of Greek dialects in the classical period.[1] Western group …   Wikipedia

  • καγκύλη — καγκύλη, ἡ (Α) αιολ. τ. αντί κηκίς* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»