-
1 κεραμινος
-
2 κεράμινος
-
3 κεράμινος,
κεράμινος, u. κεραμικός, irden, vom Töpfer gemacht -
4 κεράμινος
ίνη, ον глиняный -
5 κεράμινος
A = κεραμεοῦς, Hdt.3.96, 4.70, Anaxil.5, PFlor.388.98 (ii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράμινος
-
6 κεράμινον
κεράμινοςmasc acc sgκεράμινοςneut nom /voc /acc sg -
7 κεραμίνην
κεράμινοςfem acc sg (attic epic ionic) -
8 κεραμίνης
κεράμινοςfem gen sg (attic epic ionic) -
9 κεραμίνους
κεράμινοςmasc acc pl -
10 κεράμινα
κεράμινοςneut nom /voc /acc pl -
11 κεραμικός
κεράμινος, u. κεραμικός, irden, vom Töpfer gemacht -
12 κεραμιος
-
13 κεραμίνας
κεραμίνᾱς, κεράμινοςfem acc plκεραμίνᾱς, κεράμινοςfem gen sg (doric aeolic) -
14 πίθος
πίθος, ὁ, 1) Faß, Weinfaß, Od. 2, 340, oder große Krüge, mit weiter Oeffnung, so daß man daraus schöpfen kann, πολλὸς δὲ πίϑων ἠφύσσετο οἶνος, 23, 305, worauf ein genau passender Deckel gelegt wurde, Hes. O. 98; ὥςτ' ἐκπιεῖν σε ὅλον πίϑον, Eur. Cycl. 216; Ar. Par 596; bei den Alten gew. irden, κεράμινος, Her. 3, 96; doch auch silbern, 1, 51; ἐν πίϑῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη, Plat. Lach. 187 b, vgl. Gorg. 493 a; sprichwörtlich ἐκ πίϑου ἀντλεῖς, Theocr. 10, 13, wie wir »aus dem Vollen«; πίϑος ἄπληστος, sprichwörtlich, Zenob. 2, 6, der auch ζωὴ πίϑου 4, 14 anführt, von einem mäßigen geben, von dem Diogenes im Fasse entlehnt; auch ὁ τετρημένος τῶν Δαναΐδων πίϑος, Luc. Mort. D. 11, 4 u. A. – 2) alles einem Faß Aehnliche, z. B. von feurigen Lufterscheinungen, Arist. mund. 4, wie πιϑείας. – Scheint mit πυϑμήν, fundus, Butte, verwandt, nach Buttmann von φίδος, fidelia.
-
15 πιθος
(ῐ) ὅ пифос, (большой) глиняный сосуд (бочка)(κεράμινος Her.)
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν погов. Xen. — лить в продырявленную бочку (ср. русск. черпать воду решетом);ἐν πίθῳ ἥ κεραμεία γιγνομένη погов. Plat. — гончарное дело, начатое с большого сосуда (вместо маленького;о попытке браться за трудное до овладения легким) -
16 κεραμίνω
-
17 κεραμίνῳ
-
18 гончарный
επ.αγγειοπλαστικός• κεραμικός, κεράμινος• πήλινος•-ое искусство η αγγειοπλαστική τέχνη•
-ые изделия είδη αγγειοπλαστικής•
-ое производство παραγωγή αγγειοπλαστικών ειδών•
гончарный круг κεραμικός τροχός.
-
19 черепитчатый
επ.κεράμινος, -ένιος, από ή με κεραμίδια•-ая крыша στέγη με κεραμίδια.
См. также в других словарях:
κεράμινος — η, ο (ΑΜ κεράμινος, ίνη, ον) [κέραμος] κατασκευασμένος από κεραμιδόχωμα, πήλινος («εἰς πίθους κεραμίνους τήξας καταχέει», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
κεράμινον — κεράμινος masc acc sg κεράμινος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίνην — κεράμινος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίνης — κεράμινος fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίνους — κεράμινος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίνῳ — κεράμινος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμινα — κεράμινος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμίνας — κεραμίνᾱς , κεράμινος fem acc pl κεραμίνᾱς , κεράμινος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέραμος — I Αρχαία δωρική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βόρεια ακτή του Κεράτιου κόλπου. Ο Στράβων τη χαρακτηρίζει «πολίχνιον», ο Πτολεμαίος «πολίχνη» της Δωρίδας και ο Παυσανίας πατρίδα του Ολυμπιονίκη, Πολίτη. Η πόλη, που φαίνεται ότι καταστράφηκε από… … Dictionary of Greek
κεραμένιος — α, ο [κέραμος] κεράμινος* … Dictionary of Greek
κεραμιδένιος — α, ο [κεραμίδι] 1. κατασκευασμένος από πηλό, κεράμινος 2. αυτός που αποτελείται από κεραμίδια («κεραμιδένια σκεπή») … Dictionary of Greek