-
21 κατα-προτερέω
κατα-προτερέω, Einem zuvorkommen, ihn übertreffen, τινός. D. Sic. 17, 35; pass., besiegt werden, Pol. 1, 47, 9. 16, 19, 1.
-
22 κατα-πρᾱκτικός
κατα-πρᾱκτικός, ή, όν, geschickt Etwas auszuführen, thatkräftig, τινός, Muson. bei Stob. Fl. 48, 67.
-
23 κατα-πρᾱγματεύομαι
-
24 κατα-πατέω
κατα-πατέω, niedertreten, ain-, zertreten; ἐπεὰν καταπατήσῃ τῇσι ὑσὶ τὸ σπέρμα Her. 2, 14; κατεπατέοντο ὑπ' ἀλλήλων 7, 123; Thuc. 7, 84; Xen. Hell. 4, 4, 11; so scheint auch Dem. 34, 37 zu nehmen, τὰ ἄλφιτα καϑ' ἡμίεκτον μετρούμενοι καὶ καταπατούμενοι, indem ihr euch beim Einmessen so kleiner Getreideportionen niedertretet; eigenthümlich 7, 45 εἴπερ ὑμεῖς τὸν ἐγκέφαλον ἐν τοῖς κροτάφοις καὶ μὴ ἐν ταῖς πτέρναις καταπεπατημένον φορεῖτε, niedergetreten, zertreten. – Uebtr., verachten, τὰ γράμματα Plat. Gorg. 484 a, νόμους Legg. IV, 714 a; Sp., bes. LXX; auch τινός, Suid.
-
25 κατα-παυστικός
κατα-παυστικός, ή, όν, beruhigend, stillend, τινός, Eust. 138, 3.
-
26 κατα-παύω
κατα-παύω (s. παύω), aufhören machen, beendigen, stillen, besänftigen; χόλον ϑεῶν Od. 4, 583, wie Eur. Med. 172, μηνιϑμόν Il. 16, 62; π όλεμον 7, 36; νεῖκος Hes. Th. 87; auch von Personen, hemmen, im Zaume halten, hindern, Od. 2, 168. 244 Il. 15, 105; τάχα κέν σε ἔγχος ἐμὸν κατέπαυσε, hätte dich zur Ruhe gebracht, Il. 16, 618; τινά τινος, machen, daß Einer wovon abläßt, ihn wovon abbringen, z. B. τινὰ ἀφροσυνάων, ἀγηνορίης ἀλεγεινῆς, Il. 22, 457; Od. 24, 457; καππαύει δίκαν Pind. N. 9, 15; τίς γὰρ ἂν κατέπαυσενἭρας νόσους ἐπιβούλους, wer hätte sie bewältigt, Aesch. Suppl. 581; οὔπω καταπαύσομεν Μούσας Eur. Herc. Fur. 685; Ar. Av. 1397 Pax 739; in Prosa, τὴν ναυπηγίαν Her. 1, 27, ἀρχήν 1, 86; geradezu absetzen, τυράννους 5, 38 u. öfter; pass., Δημαρήτου καταπαυσϑέντος διεδέξατο τὴν βασιληΐην 6, 71; καταπαῦσαι τῆς ἀρχῆς Μήδους 4, 1, Δημάρητον τῆς βασιληΐης 6, 64, pass. 1, 130; δρόμου Plat. Polit. 294 e; Xen. Cyr. 8, 5, 25; τὸν λόγον, aufhören zu sprechen, Pol. 2, 8, 8; Ath. oft u. a. Sp.; – εὐημερῶν κατάπαυσον p. bei D. Sic. 12, 12. – Med., aufhören, ausruhen, Ggstz ἄρχομαι, Ar. Equ. 1264; aber auch = act., πόϑους, stillen, Eur. Hel. 1153.
-
27 κατα-περί-ειμι
κατα-περί-ειμι (s. εἰμί), weit, ganz übertreffen, τινός, Pol. 5, 67, 2.
-
28 κατα-παίζω
κατα-παίζω (s. παίζω), darüber scherzen, spotten, τινός, Ar. frg. 212 u. Sp., wie S. Emp. pyrrh. 1, 62 u. Nicarch. 2 (V, 40); καταπαίξονται ist bei Apoll. L. H. Erkl. von μωμήσονται; Sp., wie D. L. 2, 136, auch τινά.
-
29 κατα-πομπεύω
κατα-πομπεύω, großprahlen gegen Einen, τινός, Luc. amor. 37.
-
30 κατα-πέρδω
κατα-πέρδω (s. πέρδω), Einem ins Gesicht farzen, oppedere, τινός, gemeiner Ausdruck für verachten; τῆς πενίας Ar. Plut. 617, τοῦ σοῦ δίνου κατέπαρδεν Vesp. 618; Epicrat. bei Ath. II, 59 f.
-
31 κατα-πίμπλημι
κατα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), ganz anfüllen; Ath. IV, 132 b; τινά τινος, Einen womit, Plut. Symp. 7, 10, 1; im med., ὁρῶν τοὺς ἄλλους καταπιμπλαμένους ἀνομίας Plat. Rep. VI, 496 d, πηλοῠ κατεπίμπλαντο τὰς σκηνάς, ihre Zelte, Plut. Brut. 47.
-
32 κατα-σπουδάζω
κατα-σπουδάζω, eifrig, mit Ernst, mit Sorgfalt betreiben, VLL., als Erkl. von ἐπείγω. – Gew. im med. u. pass. absol., ernstlich, thätig beschäftigt sein; κατασπουδάσασϑαι Her. 2, 173; κατεσπουδασμένος ἀνήρ, ein ernstlich beschäftigter Mann, 2, 174; öfter bei Sp., ταχεῖα καὶ κατεσπουδασμένη παράκλησις, ernstliche, D. Hal. 4, 67, wie κατεσπουδασμένας ποιεῖσϑαι τὰς δεήσεις 11, 61. – Auch τινός, sich um Etwas große Mühe geben.
-
33 κατα-στρατεύομαι
κατα-στρατεύομαι, dep. med., gegen Einen ins Feld rücken, ihn bekriegen, τινός, Clem. Al. u. a. Sp., die auch das act. brauchen; – χώραν, als Soldat mit Krieg ein Land überziehen, Sp.
-
34 κατα-στροφή
κατα-στροφή, ἡ, 1) das Umwenden, Zerstören, καταστροφαὶ νέων ϑεσμίων Aesch. Eum. 468. – 2) Unterwerfung, Unterjochung, τῶν πολίων Her. 1, 6; ποιεῖσϑαί τινος, = καταστρέφεσϑαι, 6, 27. – 31 die Wendung, der Ausgang, das Ende; ἄνευ δὲ λύπης οὐδαμοῦ καταστροφή Aesch. Suppl. 437; δότε βίου πέρασιν καὶ καταστροφήν τινα Soph. O. C. 103; der Tod, Thuc. 2, 42, wie τοῦ βίου Pol. 5, 54, 4 u. öfter ohne dies. Zusatz; allgemein, καταστροφὴ καὶ συντέλεια τῶν γεγονότων 3, 1, 9; καὶ ἔξοδον λαμβάνειν 3, 47, 8; τὴν καταστροφὴν τῆς βάβλου ποιεῖσϑαι εἰς τοῦτο, wie καταστρέφειν, 1, 13, 5; αἱ καταστροφαὶ τῶν δραμάτων, der Wendepunkt der Handlung in der Tragödie, von dem die Auflösung des geschürzten Knotens beginnt, 3, 48, 4; Luc. Alex. 60 u. a. Sp.
-
35 κατα-στρηνιάω
κατα-στρηνιάω, sich hochmüthig gegen Jem. betragen, τινός, N. T.
-
36 κατα-στείχω
κατα-στείχω, zurückkehren; εἰς ἄστυ κατέστιχον Antiphil. 33 (IX, 298); τινός, Nonn. par. 4, 230.
-
37 κατα-στοχάζομαι
κατα-στοχάζομαι, med., erzielen, errathen, τί, Pol. 12, 13, 4; τὸ μέλλον D. Sic. 19, 39; – τινός, auf Etwas zielen, Sp.
-
38 κατα-σφενδονάω
κατα-σφενδονάω, nach Einem schleudern, τινός. Sp., auch mit der Schleuder erlegen, niederschleudern, τινά, Sp.
-
39 κατα-σχετλιάζω
κατα-σχετλιάζω, unwillig werden, sein über Einen, τινός, Ios.
-
40 κατα-σκυθρ-ωπάζω
κατα-σκυθρ-ωπάζω, sich mürrisch gegen Einen zeigen, τινός, Ios.
См. также в других словарях:
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… … Dictionary of Greek
πρόταση — η / πρότασις, άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. ιος, Α [προτείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού προτείνω, το να τείνει κανείς κάτι προς τα εμπρός, προβολή, προέκταση 2. διατύπωση ή υποβολή γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «πρόταση γάμου» β … Dictionary of Greek
ДИКА, ДИКЭ — •Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым… … Реальный словарь классических древностей
Дика — • Δίκη. I. Богиня справедливости, дочь Зевса и Фемиды, одной из Гор (Ώραι; Hesiod. theog. 901), покровительница права и судов. Когда судья нарушает право, она обвиняет его перед престолом Зевса, с которым она восседает вместе (πάρεδρος).… … Реальный словарь классических древностей
πράξη — η / πράξις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. πρῆξις, ήξιος, Α [πράττω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πράττω, η επιτέλεση έργου και το επιτελούμενο έργο (α. «η πράξη τού αποτρόπαιου φόνου» β. «μιᾱς δὲ μόνον μνησθήσομαι πράξεως», Ισοκρ.) 2. το επιτελούμενο… … Dictionary of Greek
ψεύδομαι — ΝΜΑ, και μτγν. τ. ενεργ. ψεύδω Α 1. παραποιώ την αλήθεια, αναφέρω ανυπόστατα πράγματα, λέω ψέματα (α. «πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους», Καβάφ. β. «καὶ πίστευσον, οὐ ψεύδομαι, μεγάλως ἀληθεύω», Πρόδρ. γ. «οὐ… … Dictionary of Greek
Ο Σ πεζογράφος — Πέρα από τον ποιητή που όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε, υπάρχει και ένας άλλος Σ. που δεν τον αξιολογήσαμε όσο πρέπει. Είναι ο Σ. πεζογράφος. Η πεζογραφία του, μικρή κι αυτή σε ποσότητα, αλλ’ ισάξια με την ποίησή του σε πνοή και δυναμισμό, αποτελεί… … Dictionary of Greek
εντυγχάνω — ἐντυγχάνω (AM) 1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.) 2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ 3 … Dictionary of Greek
δείχνω — και δείχτω (AM δείκνυμι και δεικνύω) 1. υποδεικνύω, εντοπίζω κάποιον ή κάτι τείνοντας προς το μέρος του τον δείχτη του δεξιού χεριού («δείξε στον χάρτη το χωριό σου», «δεῑξαι Άλέξανδρον... Μενελάῳ») 2. φανερώνω, προβάλλω, αποκαλύπτω (α. «το… … Dictionary of Greek
λάφυρο — το (AM λάφυρον, Α, στους Αργείους, φάλυρον) συν. στον πληθ. τα λάφυρα τα πράγματα τού ηττημένου που διαρπάζονται κατά τις πολεμικές επιχειρήσεις από τον νικητή, πολεμική λεία («στέψω λαφύροις τῆσδε τῆς ἄγρας χάριν», Σοφ.) αρχ. φρ. «ἐπικηρύσσω τὸ… … Dictionary of Greek