-
1 καττύματα
καττύ̱ματα, κάσσυμαanything stitched of leather: neut nom /voc /acc pl (attic) -
2 κάσσυμα
A anything stitched of leather, esp. sole of a shoe or sandal, Hp.Epid.5.45, Ar.Ach. 301 (ubi v. Sch.), Eq. 315, 869, Crates Com.29.4; of cork soles, Dsc.Eup.2.30; ὑποδήσασθαι ἐχθρῶν παρ' ἀνδρῶν καττύματα to put on shoes made by an enemy, Ar.V. 1160.II metaph., in pl., patchings, botchings, of bad music, Plu.2.1138b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κάσσυμα
-
3 κατατέμνω
A : [tense] aor. κατέτεμον (v. infr.); [dialect] Ion. and [dialect] Dor.κατέταμον Hdt.4.26
, Tab.Heracl.1.14:—cut in pieces, cut up,κρέα Hdt.
l.c., cf. Ar. Pax 1059;ἑαυτόν X.Mem.1.2.55
;τὴν κεφαλήν Aeschin.3.212
;γέρρα X.An.4.7.26
:—[voice] Med., κ. δέραν ὄνυχι lacerate, E.El. 146 (lyr., tm.):—[voice] Pass., τελαμῶσι κατατετμημένοις with regularly cut bandages, Hdt.2.86;σπλάγχνα κατατετμημένα Ar.Av. 1524
; χώρη ἐς διώρυχας -τέτμηται is cut up into ditches or canals, Hdt. 1.193, cf. 2.8; κατετέτμηντο ἐξ αὐτῶν (sc. τῶν διωρύχων)τάφροι ἐπὶ τὴν χώραν X.An.2.4.13
.b metaph.,τι ἐν τοῖς λόγοις κ. Pl.Hp.Ma. 301b
.2 c. dupl. acc., κ. τινὰ καττύματα cut him up into strips, Ar.Ach. 301; σῶμα κατατεμὼν κύβους having cut it up into cubes, Alex.187.4;τὴν βατίδα τεμάχη κατατεμών Ephipp.22
;ὅτι σμικρότατα τὸ σῶμα Pl.R. 610b
; κ. (sc. τὰν γᾶν) μερίδας τέτορας Tab.Heracl. l.c.: —[voice] Pass., κατατμηθείην λέπαδνα may I be cut up into straps, Ar.Eq. 768.3 κ. τὸν Πειραιᾶ lay it out in streets, Arist.Pol. 1267b23:— [voice] Pass., τὸ ἄστυ κατατέτμηται τὰς ὁδοὺς ἰθέας has its streets cut straight, Hdt.1.180.4 cut into the ground,κ. τοῦ χωρίου βάθος τρεῖς πόδας IG22.1668.7
; τὰ κατατετμημένα places where mines have already been worked, opp. τὰ ἄτμητα, X.Vect.4.27.5 cut down, pare, [τὸ δέρμα] ὁμαλῶς Hp.Fract.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατατέμνω
-
4 ὑποδύω
2 metaph., κίνδυνον ὑποδύνειν undergo danger, Id.3.69;ταῦτα ὑποδύνειν Id.7.10
.θ.3 intr., slip in under,ὑποδύνουσι ὑπὸ τοὺς πίλους Id.4.75
: c. acc., slip into, insinuate oneself into, ;τὸ δὶς παῖδες οἱ γέροντες ὑποδῦνον αὐτοὺς νύττει Phld.Lib.p.64
O.: v. infr. 11.1d.4 slip from under,ἧττον ἂν ὑποδύοι ὁ ἵππος X.Eq.8.7
(the only place in which [tense] pres. [voice] Act. ὑποδύω is found).II mostly in [voice] Med. [full] ὑποδύομαι, [tense] fut.- δύσομαι Od.20.53
, Arr.Fr. 126 J.: [tense] aor. 1 -εδυσάμην, [dialect] Ep. [ per.] 3sg.- εδύσετο Od.4.570
(tm.): also [tense] aor. 2 [voice] Act. -έδυν, [tense] pf. - δέδῡκα:—go or get under or down into, c. acc., ὑποδῦσα θαλάσσης κόλπον having plunged into.., Od. 4.435, cf. 570 (tm.), Il.18.145 (tm.);ὑ. ὑπὸ τὴν ζεύγλην Hdt.1.31
;ὑπὸ τὴν φοινικίδα Ar.Pl. 735
;- δεδυκότος τοῦ ἄρθρου εἰς χωρίον Hp.Art. 10
;ὑ. ὑπὸ τῶν κεραμίδων
creep under,Ar.
V. 205; φέρει τιν' ὑποδεδυκότα underneath it, like Odysseus under the ram of Polyphemus, ib. 182; ;εἰς τὴν θάλατταν Luc. Herm.71
: c. dat.,ὑ. τῇ πέλτῃ Id.DMort.27.3
.b put one's feet under a shoe, put on, ; ὑποδύσασθαι.. δυσμενῆ καττύματα ib. 1159; ὑποδυσάμενος ib. 1168 (but in these places Scal. restored ὑποδοῦ (ὑ. δ' ἀνύσας τι Van Leeuwen), ὑποδήσασθαι, -δησάμενος, cf.ὑποδέω 111.1
).c metaph., put on a character (because the actor's face was put under a mask), ἡ κολακευτικὴ.., ὑποδῦσα ὑπὸ ἕκαστον τῶν μορίων, προσποιεῖται εἶναι τοῦθ' ὅπερ ὑπέδυ pretends to be the character which it puts on, Pl.Grg. 464c;οἱ σοφισταὶ ταὐτὸν ὑποδύονται σχῆμα τῷ φιλοσόφῳ Arist.Metaph. 1004b18
;ὑποδύεται ὑπὸ τὸ σχῆμα τὸ τῆς πολιτικῆς ἡ ῥητορική Id.Rh. 1356a27
;τὴν ἡδονὴν ὑποδύεται τὸ βλάπτον Ath.Med.
ap. Orib. inc.23.25; also ὑ. τὸν Δία, τὴν Ἀθηνᾶν, Luc.Pisc.33: c. dat.,προγόνων ἀρεταῖς Plu.Arat.1
, cf. Gal.Thras.36; for ὀνόματι ὑ. συμμάχων in D.H.15.7, ὄνομα is prob. cj.d metaph., insinuate oneself into favour with,τὸν δῆμον Plu.Cat.Mi.32
, cf. 57: abs., creep,θαύματα καὶ τότε ὑπεδύετο Pl.Lg. 967b
: v. supr. 1.3.2 c. gen., come from under, come forth from,θάμνων ὑπεδύσετο Od.6.127
: metaph.,κακῶν ὑποδύσεαι 20.53
.b metaph., undergo labour or toil, take it on oneself, c. acc.,ὑπέδυσαν τὸν πόλεμον Hdt.4.120
, cf. supr. 1.2; πόνον, κίνδυνον, X.Cyr.1.5.12, etc.; tackle,Luc.
Ind.27; ὑ. αἰτίαν make oneself subject to.., D. 23.12.c c. inf., submit, undertake,ὑποδύεσθαι διδάσκειν X.Oec.14.3
.4 of feelings, steal into or over (cf. ὑφέρπω), τίς μ' ὑποδύεται πλευρὰς ὀδύνα; A.Eu. 842
(lyr.): rarely c. dat., πᾶσιν δ' ὑπέδυ γόος sorrow stole upon all, Od.10.398;ἀλλά μοι ἄσκοπα κρυπτά τ' ἔπη.. ὑπέδυ S.Ph. 1112
(lyr.);ὑποδύεται.. ταῖς ψυχαῖς ὁρμή Luc.Anach.37
: abs., of diseases, X.Eq.4.2.5 abs., slip or slink away, D.25.28.6 submit to, τισι Arr.Parth.Fr.87 Roos;ὑποδύσεται τοῖς ἐκ Ῥωμαίων.. ἀξιουμένοις Id.Fr. 126
J.: also c. acc.,ὑπέδυσαν τὰ ἐπαγγελλόμενα Id.Fr.3
J.; μηκέτι τὸ εἱμαρμένον ἢ παρὸν δυσχερᾶναι ἢ μέλλον ὑποδύεσθαι (sic cod. P) M.Ant.2.2 (vv. ll. ἀπο-, ἀνα-: ὑπιδέσθαι cj. Wilamowitz).7 abs., ὀφθαλμοὶ ὑποδεδυκότες sunken, hollow eyes, Luc. Tim.17, Hippiatr.34.
См. также в других словарях:
καττύματα — καττύ̱ματα , κάσσυμα anything stitched of leather neut nom/voc/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίσποντος — η, ο 1. (για καραμπόλα στο μπιλιάρδο) αυτή που γίνεται με δύο χτυπήματα τής μπίλιας στις πλευρές (σπόντες) 2. το ουδ. ως ουσ. το δίσποντο εργαλείο παπουτσή με ξύλινη λαβή που έχει δύο αιχμές χαλύβδινες και χρησιμεύει για να χαράζει τα καττύματα… … Dictionary of Greek
επικαττύω — ἐπικαττύω (Α) 1. επισκευάζω παπούτσια τοποθετώντας άλλα καττύματα (σόλες) 2. μτφ. επιδιορθώνω παλαιά θεατρικά έργα … Dictionary of Greek
κάττυμα — το (ΑΜ κάττυμα, Α και κάσσυμα) [καττύω] πέλμα υποδήματος από σκληρό δέρμα, η σόλα («προσερραμένα τοῑς ὑποδήμασι καττύματα», Λιβάν.) νεοελλ. κομμάτι από δέρμα που αντικαθιστά φθαρμένη σόλα μσν. μπάλωμα αρχ. 1. είδος ελαφρών υποδημάτων 2. είδος… … Dictionary of Greek
πάτος — (I) ὁ, ΝΜΑ, και πάτος, τὸ, Μ η ενέργεια τού πατῶ, το πάτημα νεοελλ. 1. το κατώτατο, το πιο χαμηλό μέρος ενός πράγματος, η βάση 2. στον πληθ. οι πάτοι α) οι σόλες, τα καττύματα τών παπουτσιών β) τα εσωτερικά υποστρώματα τών παπουτσιών 3. μτφ. το… … Dictionary of Greek