-
1 επικαμπυλος
-
2 καλον
I.Iτό1) красота, краса, украшение(βίου Eur.)
2) наслаждение, удовольствие, радость(τὰ τοῦ βίου καλά Her.)
3) (только dat.) удобное местоκεῖσθαι ἐν καλῷ τοῦ Κορινθιακοῦ κόλπου Xen. — быть (стратегически) выгодно расположенным в отношении Коринфского залива;
ποῦ καθίζωμ΄ ἐν καλῷ ; Arph. — где мне сесть поудобнее?4) удобный момент(εἰς κ. ἥκεις Plat.)
νῦν κ. ἐστιν Arph. — теперь наступило время, теперь пора5) прекрасный поступок, благородное деяние(τὰ καλὰ καὴ ἐπαινετά Arst.)
6) прекрасное, красотаτὸ καθ΄ αὑτὸ κ. Arst. — прекрасное в себе, абсолютная красота
7) нравственно прекрасное(οὐδὲν κ. κἀγαθὸν εἰδέναι Plat.; πρὸς τὸ κ. ζῆν Arst.)
8) почетная должность, высокий постIIII.τό (только pl.)1) дрова(κάγκανα HH.)
2) поделочный лес, древесина(καμπύλα Hes.)
3) лак. корабли, суда, флот(Arph.; Xen. - v. l. τὰ καλά)
-
3 καμπυλος
31) согнутый, изогнутый, кривой(τόξον, ἄροτρα Hom.; ῥάβδος Plut.)
; гнутый(κύκλα, ἅρμα Hom.)
2) изломанный3) состоящий из чередующихся размеров, разнообразный(μέλος Anth.)
См. также в других словарях:
καμπύλα — καμπύλᾱ , καμπύλη crooked staff fem nom/voc/acc dual καμπύλᾱ , καμπύλη crooked staff fem nom/voc sg (doric aeolic) καμπύλος bent neut nom/voc/acc pl καμπύλᾱ , καμπύλος bent fem nom/voc/acc dual καμπύλᾱ , καμπύλος bent fem nom/voc sg (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλας — καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλη crooked staff fem gen sg (doric aeolic) καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem acc pl καμπύλᾱς , καμπύλος bent fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλ' — καμπύλᾱͅ , καμπύλη crooked staff fem dat sg (doric aeolic) καμπύλα , καμπύλος bent neut nom/voc/acc pl καμπύλε , καμπύλος bent masc voc sg καμπύλαι , καμπύλος bent fem nom/voc pl καμπύλᾱͅ , καμπύλος bent fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καμπύλαι — καμπύλᾱͅ , καμπύλη crooked staff fem dat sg (doric aeolic) καμπύλος bent fem nom/voc pl καμπύλᾱͅ , καμπύλος bent fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άτομο — Στοιχείο της φύσης που η επισήμανσή του σχετίζεται με την ιδέα του αδιαίρετου της ύλης. Ά. είναι το μικρότερο μέρος ενός στοιχείου, το οποίο διατηρεί τις ιδιότητές του και μένει αμετάβλητο στις συνήθεις χημικές αντιδράσεις. Ετυμολογικά ο όρος ά.… … Dictionary of Greek
ακροζύγια — ἀκροζύγια, τα (Α) η ζεύγλη*, τα καμπύλα μέρη τού ζυγού, όπου μπαίνει ο τράχηλος τών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + ζύγιον < ζυγόν] … Dictionary of Greek
αμάξωμα — Μέρος του οχήματος που καλύπτει, συνδέει και προφυλάσσει τον μηχανισμό του και επιπλέον στεγάζει τους επιβάτες και το φορτίο. Η καθιερωμένη τεχνική προβλέπει α. με μόνο προορισμό την κάλυψη, προσαρμοσμένα σε πλαίσια, ενώ πολυάριθμες σύγχρονες… … Dictionary of Greek
γλουτός — ο (AM γλουτός) μία από τις δύο στρογγυλές προεξοχές στο κάτω άκρο τής ράχης, επάνω στις οποίες καθόμαστε νεοελλ. ναυτ. γλουτοί, οι τα καμπύλα μέρη τής πρύμνης τού πλοίου πάνω από την ίσαλο γραμμή αρχ. πληθ. γλουτοί, οἱ και ουδ. γλουτά, τά… … Dictionary of Greek
κορώνιος — κορώνιος, ον (Α) [κορώνη] 1. αυτός που έχει καμπύλα κέρατα 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κορώνιος (ενν. μήν) ονομασία μήνα στην Κνωσό 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κορώνιον είδος φυτού … Dictionary of Greek
κυλλοποδίων — κυλλοποδίων, ονος, ὁ (Α) (προσωνυμία τού Ηφαίστου) αυτός που έχει καμπύλα, στραβά πόδια, στραθοπόδης, κουτσός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλλός + θ. ποδ τού πούς (πρβλ. γεν. ποδ ός) + κατάλ. ίων για εκφραστικούς λόγους] … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek