-
1 καθ'
καθά, καθάaccording as: indeclform (adverb)καθό, καθόin so far as: indeclform (adverb)κατά, κατάdownwards.indeclform (prep)——————ἆ̱τα, ἄατοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἆ̱τε, ἄατοςinsatiate: masc /fem voc sgἄ̱τᾱͅ, ἄτηbewilderment: fem dat sg (doric aeolic)ἆ̱ται, ἄτηbewilderment: fem nom /voc plἄτα, ἆτοςinsatiate: neut nom /voc /acc plἄτε, ἆτοςinsatiate: masc /fem voc sgἐθά, ἐθάςaccustomed: masc /fem voc sg——————εἶτι, εἶμιibo: pres ind act 3rd sg (doric)εἶτα, εἶταthen: indeclform (adverb)εἶτε, εἰμίsum: pres opt act 2nd pl -
2 κἆθ'
Βλ. λ. καθ' -
3 κᾆθ'
Βλ. λ. καθ' -
4 κάθ'
κάτα, κάτοςfollowing: neut nom /voc /acc plκάτε, κάτοςfollowing: masc /fem voc sgκάτα, κατάdownwards.indeclform (prep) -
5 καθαιρέω
καθ - αιρέω, fut. καθαιρήσουσι, aor. καθείλομεν, subj. καθέλῃσι, part. καθελοῦσα: take down, ἱστία, ζυγὸν ἀπὸ πασσαλόφι, ι 1, Il. 24.268; of closing the eyes of the dead, Il. 11.453, Od. 24.296; fig., μοῖρα θανάτοιο, bring low, overcome, Od. 2.100, Od. 3.238.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθαιρέω
-
6 καθάλλομαι
καθ-άλλομαι: rush down, of a storm, Il. 11.298†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθάλλομαι
-
7 καθάπαξ
καθ-άπαξ: once for all, Od. 21.349†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθάπαξ
-
8 καθάπτομαι
καθ - άπτομαι, -άπτεσθαι, -όμενος, ipf. καθάπτετο: only fig., accost, address, and in unfavorable sense, upbraid, chide, reprove, Od. 18.415, Il. 15.127, Od. 2.240, Od. 3.345.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθάπτομαι
-
9 καθέζομαι
καθ-έζομαι, subj. καθεζώμεσθα, part. - όμενος, ipf. καθέζετο: sit down; of a public session, Od. 1.372 ; πρόχνυ καθεζομένη, ‘kneeling down,’ Il. 9.570; of a bird, ‘perched,’ Od. 19.520; ‘staying,’ Od. 6.295.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθέζομαι
-
10 καθεῖσα
καθ-εῖσα ( εἷσα): cause or bid to sit down, Il. 18.389; set, place, establish, Od. 4.524, Il. 14.204.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθεῖσα
-
11 καθεύδω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθεύδω
-
12 καθεψιάομαι
καθ-εψιάομαι: make sport of; τινός, Od. 19.372†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθεψιάομαι
-
13 κάθημαι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > κάθημαι
-
14 καθιδρύω
καθ-ιδρύω: bid to sit down, Od. 20.257†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθιδρύω
-
15 καθιζάνω
καθ - ιζάνω: take seat; θῶκόνδε, Od. 5.3†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθιζάνω
-
16 καθίζω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθίζω
-
17 καθίημι
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθίημι
-
18 καθικνέομαι
καθ-ικνέομαι, aor. καθῖκόμην: reach, touch, Od. 1.342, Il. 14.104.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθικνέομαι
-
19 καθίστημι
καθ-ίστημι, imp. καθίστᾶ, aor. 1 imp. κατάστησον, inf. - στῆσαι: set down; νῆα, ‘bring to anchor,’ Od. 12.185; so of bringing one to his destination, Od. 13.274.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθίστημι
-
20 καθοράω
καθ-οράω, mid. part. καθορώμενος: look down upon, Il. 11.337, Il. 13.4.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > καθοράω
См. также в других словарях:
καθ' έτος — καθ ἔτος (Α) αντί κατ ἔτος, με δάσυνση τού τ. πρβλ. εφέτος, δωδεχέτης κ.ά … Dictionary of Greek
καθ' — καθά , καθά according as indeclform (adverb) καθό , καθό in so far as indeclform (adverb) κατά , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἆθ' — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἆ̱τε , ἄατος insatiate masc/fem voc sg ἄ̱τᾱͅ , ἄτη bewilderment fem dat sg (doric aeolic) ἆ̱ται , ἄτη bewilderment fem nom/voc pl ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄτε , ἆτος insatiate masc/fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κᾆθ' — εἶτι , εἶμι ibo pres ind act 3rd sg (doric) εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) εἶτε , εἰμί sum pres opt act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάθ' — κάτα , κάτος following neut nom/voc/acc pl κάτε , κάτος following masc/fem voc sg κάτα , κατά downwards. indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ СИНАИТ — [греч. Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης] (ок. 1275, сел. Кукул, близ Клазомен, М. Азия 27.11.1346 (?), Парория, в сев. части совр. хребта Странджа (Истранджа)), прп. (пам. 8 авг., греч. 6 апр.), один из важнейших деятелей исихастского возрождения XIV в.,… … Православная энциклопедия
ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… … Православная энциклопедия
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Locrian Greek — (Locrian dialect, Greek: Λοκρική διάλεκτος) is one of the ancient Greek dialects, which was spoken by the Locrians in Locris, Central Greece. It is classified as a dialect of Doric Northwest Greek. The Locrians were divided into two, the Ozolian… … Wikipedia
αρμοδιότητα — (Νομ.). Όριο μέσα στο οποίο κάθε δικαστήριο μπορεί να ασκήσει τις λειτουργίες του. Η α. διακρίνεται σε αστική και ποινική, ανάλογα με το αν αφορά τη λειτουργία της αστικής ή της ποινικής δικαιοσύνης. Ειδικές διατάξεις καθορίζουν την α. των… … Dictionary of Greek