-
1 θιασος
ὅ1) торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха2) группа, сонм, сборище(Μουσῶν Arph.; ἡλίκων Eur.)
3) шумная толпа(Κενταυρικὸς καὴ Σατυρικός Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.)
θ. εὔοπλος Eur. — вооруженное до зубов полчище4) празднество, пирушка Plut. -
2 θίασος
ο1) театральная труппа;περιοδεύων θίασος — гастролирующая труппа; — бродячая труппа
-
3 θίασος
[тиасос] ουσ α тетральная группа. -
4 αβακχευτος
21) неохваченный вакхическим исступлением(θίασος Eur.)
2) непосвященный в вакхические таинства Eur., Luc. -
5 ασπιδοφερμων
2, gen. ονος [φέρω] щитоносный, по друг. [φέρβω] живущий войной(θίασος Eur.)
-
6 Κενταυρικος
-
7 στεφανηφορος
-
8 περιοδεύω
1. αμετ. путешествовать, совершать поездку, турне; гастролировать;περιοδεύων θίασος — гастролирующая труппа;
2. μετ. объездить, изъездить; исколесить (разг)
См. также в других словарях:
θίασος — Bacchic revel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… … Dictionary of Greek
θίασος — ο ομάδα ηθοποιών που ανεβάζει στη σκηνή διάφορα θεατρικά έργα: Δραματικός θίασος. – Συγκροτήθηκε θίασος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θιάσω — θίασος Bacchic revel masc nom/voc/acc dual θίασος Bacchic revel masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Тиаз — (θίασος) в древнегреческ. культе экстатическая процессия, устраивавшаяся в честь каких то божеств (особенно Диониса); участники и участницы ее с криками, пением, плясками пробегали по улицам города и окрестностям. Судя по материалу, который дают… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
ФИАС — • Θίασος, собственно шествие Вакха, см. Dionysus, Дионис, 9. Так назывались вообще все общества, имевшие общий культ, будь они составлены именно с этой целью или для взаимной поддержки, для общих удовольствий или занятий … Реальный словарь классических древностей
συνανουβιασταί — Θίασος θρησκευτικών των αρχαίων Ελλήνων, που λάτρευαν τον αιγυπτιακό θεό Άνουβι. Οι λάτρεις του θεού αυτού ζούσαν στις παράλιες ελληνικές μικρασιατικές πόλεις και σε μερικά νησιά του Αιγαίου. * * * οἱ, Α οι λάτρεις τού Αιγύπτιου θεού Ανούβιδος.… … Dictionary of Greek
θιάσοιο — θίασος Bacchic revel masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιάσοις — θίασος Bacchic revel masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιάσοισιν — θίασος Bacchic revel masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θιάσου — θίασος Bacchic revel masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)