-
1 θηρευμα
-
2 θήραμα
θήρευμα τό добыча (охотничья); дичь -
3 σπανιος
1) редкий, редкостный(θήρευμα Eur.)
σπάνιον μέρος Eur. — редкий удел;δοκεῖς σπάνιον σεαυτὸν παρέχειν Plat. — ты, кажется, редко показываешься;σ. ἰδεῖν Xen. — редко попадающийся (на глаза), редкостный;σ. ἐπιφοιτᾷ (τέν Αἴγυπτον) Her. — (феникс) редко посещает Египет2) недостаточный, скудныйὕδατι σπανίῳ χρῆσθαι Thuc. — ощущать недостаток в воде - см. тж. σπάνιον
См. также в других словарях:
θήρευμα — spoil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήρευμα — το (Α θήραμα) [θηρεύω] θήραμα, λεία, λάφυρο αρχ. στον πληθ. τὰ θηρεύματα το κυνήγι … Dictionary of Greek
θήρευμ' — θήρευμα , θήρευμα spoil neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρευμάτων — θήρευμα spoil neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεύματα — θήρευμα spoil neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηρεύματος — θήρευμα spoil neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήραμα — το (ΑΜ θήραμα) [θηρώ] 1. το ζώο που θηρεύεται ή είναι θηρεύσιμο, κυνήγι, θήρευμα, άγρευμα, λεία 2. μτφ. εύρημα, απόκτημα (α. «θήραμα τι ἐνέτυχον χρυσού τιμιωτέραν κόρην», Διγ. Ακρ. β. «ἀρετά... θήραμα κάλλιστον βίῳ», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
θηρεύω — (ΑΜ θηρεύω) 1. κυνηγώ, ασχολούμαι με το κυνήγι 2. μτφ. επιδιώκω, καταδιώκω, επιζητώ, γυρεύω να... («θηρεύειν κερδέων μέτρον», Πίνδ.) αρχ. 1. δελεάζω, προσελκύω 2. συλλαμβάνω 3. πλήττω («Τιτυόν βέλος θήρευσε», Πίνδ.) 4. (για τα χέρια ανθρώπου που… … Dictionary of Greek
ՈՐՍ — (ոյ, ոց.) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c, 13c գ. κυνήγεσις, κυνήγιον venatio. մանաւանդ θήρα , θήρευμα, θήραμα, ἅγρα . իսկ Որս ձկանց՝ ասի եւ captura, piscatio. Ըմբռնումն էրէոց թռչնոց եւ ձկանց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՐՍՈՐԴՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0538 Chronological Sequence: Unknown date, 12c գ. θήρευμα venatio. Արհեստ եւ գործ որսորդի. որսալն. որսանք. *Որսորդութիւնքն առ ցամաքաւս՝ ոչ միայն էրէոցն, այլեւ մարդկան. Պղատ. օրին. ՟Է: *Հալածեա՛ զդարանակալ առիւծն յորսորդութենէ կորստեան… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)