-
1 τριαινόω
τρῐαιν-όω, prop.A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow,θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba. 348
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριαινόω
См. также в других словарях:
τριαινώ — όω, Α [τρίαινα] 1. σείω χτυπώντας με την τρίαινα 2. (γενικά) κινώ, σείω («θάκους... μοχλοῑς τριαίνου», Ευρ.) 3. φρ. «τριαινῶ τὴν γῆν δικέλλῃ» σκαλίζω τη γη με τη δικέλλα (Αριστοφ.) … Dictionary of Greek