-
1 θαλάττας
θαλάττᾱς, θάλασσαsea: fem acc pl (attic)θαλάττᾱς, θάλασσαsea: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ηπειροω
См. также в других словарях:
θαλάττας — θαλάττᾱς , θάλασσα sea fem acc pl (attic) θαλάττᾱς , θάλασσα sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CEPHALENE vel CEPHALLENIA — CEPHALENE, vel CEPHALLENIA inful. maris Ionii. Plin. tradit eam quondam dictam fuisse Melaenam, l. 4. c. 12. A Cephalo Amphitryonis socio, Deionei filio, dictam volunt. Populi Cephallenes, qui Ulyssem ad bellum Troianum secuti sunt, ut videre est … Hofmann J. Lexicon universale
εξερεύγομαι — (AM ἐξερεύγομαι) [ερεύγομαι] βγάζω ορμητικά, ξερνώ («ἐξηρεύξατο ὁ ποταμὸς πλῆθος βατράχων», ΠΔ) μσν. ρουφῶ («κἄν ὅλας θαλάττας ἐξερεύξωμαι, οὐ κατασβέσω τὴν φλόγα») αρχ. 1. (για όγκο) ανοίγω 2. (για ποταμό) εκβάλλω 3. (για φλέβα) αδειάζω … Dictionary of Greek
ηπειρώ — ἠπειρῶ, όω (Α) [ήπειρος] 1. μεταβάλλω σε ήπειρο, σε ξηρά («ἠπείρους ἐθαλάττωσαν και θαλάττας ἠπείρωσαν», Αριστοτ.) 2. παθ. ἠπειροῡμαι, όομαι γίνομαι ήπειρος, ενώνομαι με τη στεριά («καί εἰσι τῶν νήσων, αἵ ἠπείρωνται», Θουκ.) … Dictionary of Greek