-
1 δοκιμαστής
δοκιμαστής, ὁ, der Prüfende, Untersuchende, Plat. Legg. VII, 802 b; Lys. 26, 16; τοῠ πράγματος, Dem. 58, 3. Bei B. A. 89 als besserer Ausdruck für ἀργυρογνώμων bemerkt (vgl. ἵνα εἰ τἀργύριον καλόν ἐστι δοκιμαστὴς ἴδῃ, Men. bei Stob. flor. 72, 2); ibd. 238 bes. auf den bezogen, der Maaß und Gewicht prüft. – Dah. = der etwas billigt; Dem. vrbdt οὐ μόνον συνήγοροι ἀλλὰ καὶ δοκιμασταὶ τῶν τούτῳ πεπραγμένων 21, 127; D. Cass. 38, 4.
-
2 δοκιμαστης
- οῦ ὅ1) высказывающийся одобрительно, выступающий в защиту(τῶν πεπραγμένων Dem.)
2) оценщик, эксперт, судьяδοκιμαστὰς ποιεῖσθαι μέ νεωτέρους πεντήκοντα ἐτῶν Plat. — в судьи назначить людей не моложе пятидесяти лет3) пробирщик(εἰ τάργύριον καλόν ἐστι δ. ἴδῃ Men.)