-
1 ερωτηματικό(ν)
το грам, вопросительный знак;αυτη η γυναίκα είναι ενα μεγάλο ερωτηματικό(ν) — эта женщина — загадка
-
2 ερωτηματικό(ν)
το грам, вопросительный знак;αυτη η γυναίκα είναι ενα μεγάλο ερωτηματικό(ν) — эта женщина — загадка
-
3 ερωτηματικό
[эротиматико] ουσ ο вопросительный знак. -
4 πώς
επίρρ. 1. (ερωτηματικό)1) как?, каким образом?; каким путём?;πώς τα περνάτε; — как поживаете?;
πώς ονομάζεσαι; — как тебя зовут?;
πώς έτσι; — как так?;
πώς ήρθες; — как ты приехал?;
2) почему?;πώς όχι; — почему нет?;
καί πώς δεν ήρθε; — а почему он не пришёл?;
πώς μιλείς έτσι; — как ты смеешь так говорить?;
2. (τροπικό)1) как;δεν εΰρισκε πώς να τα πεί — он не знал, как это сказать;
ιδού πώς έχει το πράγμα — вот как обстоит дело;
2) чтобы, для того, чтобы;1) как (же), ка- ким же это образом;αγωνίζεται πώς να βγάλει το ψωμί τού σπιτιού — ему стоит большого труда прокормить семью;
πώς δεν έπεσες! — как это ты не упал!;
πώς άλλαξε! — как он изменился!;
τό βαριέμαι! — как мне это надоело!;2) как можно;να διασκεδάσει ένας άνθρωπος απένταρος! — как можно развлекаться, не имея ни гроша в кармане!;3) а как же; конечно, разумеется;τό καταλάβατε; πώς; Вы поняли это? — А как же!;§ αμ πώς! — а) а как же; — б) нет, никак; — нет, ни в коем случае;
πώς καί πώς — или πώς καί τί — а) всячески, любыми средствами;
κάνω πώς και πώς — я делаю всё возможное; — б) с нетерпением;
περιμένω πώς και πώς το Σεπτέμβριο — жду с нетерпением сентября
πώς2/2σύνδ.1) что;θαρρώ πώς2/2 θα βρέξει — думаю, что будет дождь;
είπε πώς2/2 θάρθει — он сказал, что придёт;
2) так как, потому что, из-за того что;§ κατά πώς2/2 — а) поскольку, коль скоро, раз;
κατά πώς2/2 έγινε τί να κάνεις — раз это случилось, что поделаешь; — б) как;
κατά πώς2/2 έμαθα... — как я узнал...;
κατά πώς2/2 βλέπω... — как я вижу...
См. также в других словарях:
ερωτηματικός — ή, ό (AM ἐρωτηματικός, ή, όν) [ερώτημα] 1. αυτός που περικλείει ερώτηση, αυτός που αναφέρεται σε ερώτηση («ερωτηματικές προτάσεις», «ερωτηματικές αντωνυμίες», «ερωτηματικά επιρρήματα») 2. αυτός που έχει έκφραση απορίας ή αμηχανίας ή αμφιβολίας… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
; — Satzzeichen , –, , ― . , , , ; , : , … , · ¿, ?, !, ¡, ‽, ؟ „…“, »…« …, … Deutsch Wikipedia
? — Satzzeichen , –, , ― . , , , ; , : , … , · ¿, ?, !, ¡, ‽, ؟ „…“, »…« …, ’ … Deutsch Wikipedia
Fragezeichen — ? Satzzeichen Punkt ( . ) Komma ( , ) Semikolon ( ; ) Doppelpunkt ( : ) … Deutsch Wikipedia
Semicolon — Satzzeichen , –, , ― . , , , ; , : , … , · ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …, … Deutsch Wikipedia
Semikola — Satzzeichen , –, , ― . , , , ; , : , … , · ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …, … Deutsch Wikipedia
Semikolon — ; Satzzeichen Punkt ( . ) Komma ( , ) Semikolon ( ; ) Doppelpunkt ( : ) … Deutsch Wikipedia
Semikolons — Satzzeichen , –, , ― . , , , ; , : , … , · ¿, ?, !, ¡, ‽, ⸮ „…“, »…« …, … Deutsch Wikipedia