-
1 δελτος
ἥ1) писчая (записная) доска (имевшая в далекой древности дельтовидную, т.е. треугольную форму)(χαλκῆ Soph., Plut.; δέλτου πτυχαί Eur.; γράφειν τὰ λεγόμενα ἐς τέν δέλτον Her.)
ἐγγράφειν τι μνήμοσιν δέλτοις φρενῶν Aesch. — записать на памятливых дощечках ума, т.е. крепко запомнить что-л.2) письмо, послание Plat.3) завещание Luc.4) записки, сочинение, тж. стихи Anth. -
2 εξαρπαζω
(fut. ἐξαρπάσομαι, aor. ἐξήρπασα - эп. ἐξήρπαξα)1) похищать(τινὰ νεός Hom.)
2) выхватывать, вырывать(τέν δέλτον παρά τινος Her.; ἐπιστολὰς ἐκ χερῶν τινος Eur.; τἄντερά τινος Arph.)
3) вырывать, спасать, избавлять(πόλιν τινά ἐκ χειρῶν τινος Plut.)
4) отнимать, удалять -
3 ξυνδεω
1) связывать(τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὴ τὰς χεῖρας Plat.)
σ. ἑαυτόν Xen. — запутываться (в сетях);οἱ συνδεδεμένοι NT. — узники2) перевязывать(δέλτον Eur.)
σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. — перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью;συνδεῖσθαι πέπλους Eur. — подпоясываться;συνδεδεμένος τὸ σῶμα Arst. — с худым телом, поджарый3) соединять(τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι ἀπό τινος Luc.)
ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. — вступать в союз для какой-л. цели -
4 συνδεω
1) связывать(τινα Hom., Her., Soph., Eur.; τοὺς πόδας καὴ τὰς χεῖρας Plat.)
σ. ἑαυτόν Xen. — запутываться (в сетях);οἱ συνδεδεμένοι NT. — узники2) перевязывать(δέλτον Eur.)
σ. οἰὸς ἀώτῳ Hom. — перевязывать (раненую руку) овечьей шерстью;συνδεῖσθαι πέπλους Eur. — подпоясываться;συνδεδεμένος τὸ σῶμα Arst. — с худым телом, поджарый3) соединять(τί τινι Plat., Arst., τι πρός τι Arst. и τι ἀπό τινος Luc.)
ξυνδεῖσθαι πρός τι Plat. — вступать в союз для какой-л. цели
См. также в других словарях:
δέλτον — δέλτος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Codex Cyprius — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 017 Name Cyprius Sign Ke Text Gospels Date … Wikipedia
ANTENOR — I. ANTENOR Cretica conscripsit. Aelian, de Anim. l. 17. c. 35. Delia cognominabatur, teste Photiô Tmem. 109. Rationem addit, διὰ τὸ ἀγαθὸς εἶναι, καὶ φιλόπολις. Τοὺς γὰρ Κρῆτας τὸ ἀγαθὸν δέλτον καλεῖν φασί. II. ANTENOR Scitharum, ad ostia Danubii … Hofmann J. Lexicon universale
μεταγράφω — και ματαγράφω (ΑM μεταγράφω) 1. γράφω εκ νέου, τροποποιώ ή διορθώνω ό,τι έγραψα, ξαναγράφω («ἅ δ οὐ καλῶς ἔγνων τότ , αὖθις μεταγράφω καλῶς πάλιν ἐς τήνδε δέλτον», Ευρ.) 2. αντιγράφω 3. μεταφράζω, ερμηνεύω («ἠξίωσεν οὗτος καὶ τὰ ὀνόματα...… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek