-
1 Δωδωνη
ἡ Додона ( город в Эпире с древнейшим храмом и прорицалищем Зевса) Hom., Aesch., Her., Xen., Arst., Plut. -
2 Δωδώνη
η г. Додона (Эпир) -
3 αιπυνωτος
-
4 δυσχειμερος
21) отличающийся холодными или бурными зимами, холодный, суровый(Δωδώνη Hom.; χώρη Her.; τόποι Eur.; Σκυθική Arst.)
τὰ δυσχείμερα τῶν Ἑλληνικῶν Plut. — суровые области Греции2) овеваемый холодными бурями(φάραγξ Aesch.)
3) бурный(πέλαγος, νύξ Plut.)
4) плохо переносящий стужу(αἱ οἶες Arst.)
-
5 ιερεια
-
6 οροδαμνος
ὁ ветвь (sc. τῆς ἐν Δωδώνῃ φηγοῦ Plut.)
См. также в других словарях:
Δωδώνη — chatterbox fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδώνῃ — Δωδώνη chatterbox fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… … Dictionary of Greek
Δωδώνη — η αρχαία πόλη της Ηπείρου με σημαντικό μαντείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Δωδώνηι — Δωδώνῃ , Δωδώνη chatterbox fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδωνέων — Δωδώνη chatterbox fem gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνα — Δωδώνη chatterbox fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶναι — Δωδώνη chatterbox fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνι — Δωδώνη chatterbox fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶνος — Δωδώνη chatterbox fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δωδῶσιν — Δωδώνη chatterbox fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)