Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(δυσσεβείας

См. также в других словарях:

  • δυσσεβείας — δυσσεβείᾱς , δυσσέβεια impiety fem acc pl δυσσεβείᾱς , δυσσέβεια impiety fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть …   Православная энциклопедия

  • нечьстивыи — (408) пр. 1.Нечестивый, безбожный: добри сѹште без дѣтии сѹть и ѹбози. а дрѹзии нечьстиви сѹште дѣти имѹть и бо||гатьство и добрѹ жизнь. (ἀσεβεῖς) Изб 1076, 124–124 об.; имѣ˫аи прѣлюбодѣицю безѹмьнъ и нечьстивъ. (ἀσεβής) КЕ XII, 65б; июда… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • нечьстиѥ — НЕЧЬСТИ|Ѥ (99), ˫А с. Нечестие, безбожие; беззаконие: сихъ пѹтьѥ сѹть събирающеи безакониѥ нечистиѥмь [так!] свою д҃шю обиѥмлють. СкБГ XII, 10г; ѿ сихъ ѡви ѹбо нiчимь(ж) ѿ ветхыхъ елiнъ различьни суть. i неч(с)тьемь i студодѣ˫аниѥмь. КР 1284,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • πρόξενος — Άμισθος ή έμμισθος κρατικός υπάλληλος, ο οποίος εδρεύει μόνιμα στο έδαφος αλλοδαπού κράτους, με τη συγκατάθεση του τελευταίου, και έχει ως αποστολή να εξυπηρετεί τα συμφέροντα ή να διεκπεραιώνει υποθέσεις των πολιτών του κράτους που εκπροσωπεί ή… …   Dictionary of Greek

  • συνθιασώτης — ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α νεοελλ. οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης») μσν. μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)… …   Dictionary of Greek

  • τέκος — τὸ, Α 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.) 2. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου («ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος», Αισχύλ.) 3. νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)· …   Dictionary of Greek

  • ύβρις — (I) εως, η / ὕβρις, ΝΜΑ, τ. γεν. και εος και επικ. και ιων. τ. ιος, Α 1. έκφραση, λόγος ή πράξη που προσβάλλει την αξιοπρέπεια ή την τιμή κάποιου 2. (ιδίως στην αρχ. ελλ. τραγωδία και σχετικά με τον τραγικό ήρωα) αλαζονική και αυθάδης συμπεριφορά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»