-
1 διωρυξ
δ. κρυπτή Her. — потайной подземный ход
-
2 διορυχη
-
3 διωρυγη
-
4 διωρυχη
-
5 διεχω
(fut. διέξω, aor. 2 διέσχον)1) раздвигать, расставлять(τὰς χεῖρας Polyb., Plut. - преимущ. для того, чтобы разнять противников)
τὰς χεῖρας ἐν μέσῳ δ. Plut. — выступать примирителем2) разделять, разобщать(ὅ ποταμὸς διέχων τὰ ῥέεθρα ἀπ΄ ἀλλήλων τρία στάδια Her.)
διασχὼν τοὺς μαχομένους ἐνέβαλε τοῖς βαρβάροις Plut. — прорвавшись через сражающихся, он бросился на варваров;κελεύσας διασχεῖν (тж. δ. τὸ πλῆθος) τοὺς ῥαβδοφόρους Plut. — приказав ликторам расчистить дорогу (через толпу)3) проникать, проходить внутрь(ἀντικοὺ διέσχε δουρὸς ἀκωκή Hom.; ἥ διῶρυξ ἥ ἐκ τοῦ Νείλου διέχουσα ἐς τὸν κόλπον Her.; διὰ τῶν σπλάγχνων διέχουσιν αἱ φλέβες Arst.)
4) быть удаленным, отстоять(ἀλλήλων и ἀπ΄ ἀλλήλων Thuc., Xen.)
διέχοντες πολὺ ᾔεσαν Thuc. — они шли на большом расстоянии друг от друга;διασχεῖν ὡς δύο στάδιά τινος Polyb. — находиться стадиях в двух от чего-л.;οὐ διέσχον ἡμέραι τρεῖς Soph. — не прошло и трех дней5) простираться в ширину(ὅ Ἑλλήσποντος σταδίους ὡς πεντεκαίδεκα διέχει Xen.)
6) разниться, различатьсяτὸ ὅμοιον ἐν πολὺ διέχουσι θεωρεῖν Arst. — видеть сходство в весьма различном7) широко раскрывать, распахивать8) расходиться, расступатьсяδιασχεῖν τινι ἐν μέσῳ καταστῆναι Plut. — расступившись, пропустить кого-л. в середину
-
6 εισεχω
ион. ἐσέχω1) простираться, тянуться, доходить(ἥ διῶρυξ ἐσέχει ἐς τὸν ποταμόν Her.; κόλποι εἰσέχοντες ἀπὸ τῆς ἔξω θαλάσσης Plut.)
2) быть смежным3) входить, проникать(ἐς τὸν οἶκον ἐσέχων ὅ ἥλιος Her.)
-
7 κρυπτος
-
8 παντελως
ион. παντελέως1) полностью, вполне, совершенно, окончательно(κρανθήσεσθαι Aesch.; θανεῖν Soph.; διῶρυξ π. πεποιημένη Her.)
ὡς δὲ π. εἶχε τὸ οἴκημα Her. — когда помещение было вполне готово2) ( в ответах) вполне, безусловно(π. γε, π. μὲν οὖν Plat.)
-
9 σχοινοτενης
См. также в других словарях:
διῶρυξ — trench fem nom/voc sg διῶρυξ trench fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
διώρυξι — διώ̱ρυξι , διῶρυξ trench fem dat pl διώ̱ρυξι , διῶρυξ trench fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διώρυξιν — διώ̱ρυξιν , διῶρυξ trench fem dat pl διώ̱ρυξιν , διῶρυξ trench fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ровенник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. колодец; пруд, поток; (διῶρυξ) ров, в который стекает вода … Словарь церковнославянского языка
ζώρυξ — ζῶρυξ, ἡ (Α) πάπ. διάφ. τ. αντί διῶρυξ … Dictionary of Greek
ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός … Dictionary of Greek
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… … Dictionary of Greek
ԼԻՃ — (լճի լճաց.) NBH 1 0886 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. διώρυξ fossa λίμνη lacus. Ծովակ անոյշ ջրոյ. Ժողով ջուրց. փոս ջրալից. ասի եւ ԼԻԿ. կէօլ. լտ. լա՛գուս. արաբ. լիւճճ, լիւճճէ. որ եւ ԽՈՐՔ ԾՈՎՈՒ. *Ի վերայ գետոց… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՋՐԱԴԱՐՁ — (ի, ից.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. διώρυξ fosa, rivus ὐδροχόη canalis. Դարձուած ջրոյ. շրջան եւ ծոց կամ խաղ գետոց. եւ Ջրագնաց. առու. ցանկ կամ փոս առուի նման. *Ի վերայ գետոյն, եւ ʼի վերայ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)