Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(διῶρυξ

См. также в других словарях:

  • διῶρυξ — trench fem nom/voc sg διῶρυξ trench fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… …   Dictionary of Greek

  • διώρυξι — διώ̱ρυξι , διῶρυξ trench fem dat pl διώ̱ρυξι , διῶρυξ trench fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώρυξιν — διώ̱ρυξιν , διῶρυξ trench fem dat pl διώ̱ρυξιν , διῶρυξ trench fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ровенник — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. колодец; пруд, поток; (διῶρυξ) ров, в который стекает вода …   Словарь церковнославянского языка

  • ζώρυξ — ζῶρυξ, ἡ (Α) πάπ. διάφ. τ. αντί διῶρυξ …   Dictionary of Greek

  • ισχυρός — ή, ό (ΑΜ ἰσχυρός, ά, όν) 1. αυτός που διαθέτει σωματική ισχύ, ο ρωμαλέος 2. δυνατός, δύσκολος να αντιμετωπιστεί (α. «ισχυρές μονάδες στρατού» β, «ἰσχυρὰ φάλαγξ», Ξεν.) 3. (για τόπο) οχυρός (α. «ισχυρή τοποθεσία» β. «φρούριον ἰσχυρόν») 4. κραταιός …   Dictionary of Greek

  • κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • ορεινός — ή, ό (Α ὀρεινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα όρη («ορεινό κλίμα») 2. αυτός που κατοικεί στα όρη, βουνήσιος («ἐν τοῑς ὀρεινοῑς Θραξὶ πλησίον κατεσκήνησαν», Ξεν.) 3. (για τόπο) γεμάτος όρη νεοελλ. 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • ԼԻՃ — (լճի լճաց.) NBH 1 0886 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c գ. διώρυξ fossa λίμνη lacus. Ծովակ անոյշ ջրոյ. Ժողով ջուրց. փոս ջրալից. ասի եւ ԼԻԿ. կէօլ. լտ. լա՛գուս. արաբ. լիւճճ, լիւճճէ. որ եւ ԽՈՐՔ ԾՈՎՈՒ. *Ի վերայ գետոց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՋՐԱԴԱՐՁ — (ի, ից.) NBH 2 0676 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c գ. διώρυξ fosa, rivus ὐδροχόη canalis. Դարձուած ջրոյ. շրջան եւ ծոց կամ խաղ գետոց. եւ Ջրագնաց. առու. ցանկ կամ փոս առուի նման. *Ի վերայ գետոյն, եւ ʼի վերայ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»