Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(διώρυχα

См. также в других словарях:

  • διώρυχα — διώρῡχα , διορύσσω dig through perf ind act 1st sg διώ̱ρυχα , διῶρυξ trench fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρατείνω — ΜΑ (το μέσ.) συμπαρατείνομαι εκτείνομαι όσο και κάτι άλλο στον χώρο ή στον χρόνο (α. «διώρυχα... συμπαρατεινομένην... πάσῃ τῇ μέχρι τοῡ Τίγρητος χώρα», Ζώσ. β. «συμπαραταθῆναι τῷ βίῳ τήν μνήμην», Βασ.) αρχ. παρατείνω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»