-
1 διοικονομείσθαι
-
2 διοικονομεῖσθαι
-
3 αεικινητως
См. также в других словарях:
διοικονομεῖσθαι — διά οἰκονομέω manage as a house steward pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 διοικονομείσθαι
2 διοικονομεῖσθαι
3 αεικινητως
διοικονομεῖσθαι — διά οἰκονομέω manage as a house steward pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)