-
1 απτος
31) осязаемый(ὁρατός καὴ ἁ. Plat.)
2) осязательный, осязающий(τὸ γευστόν ἐστιν ἁπτόν τι Arst.)
3) ощутительный, заметный(διαφοραί Arst.)
-
2 διαφορα
ἥ1) различие, разница(τινος πρός τινα и πρός τι Arst., Plut.)
2) различие, неравенство3) видовое отличие, видовой признак(δ. εἰδοποιός Arst.)
4) вид, разновидность(αἱ διαφοραὴ καὴ τὰ γένη Arst.; ἰδέαι καὴ διαφοραί Plut.)
5) превосходство, преимущество6) разногласие, разлад, раздор, спор(πρός τινα Plat., Plut., τινι Eur. и τινι καί τινι Plat.)
τὰς διαφορὰς παντὴ μᾶλλον ἢ μάχῃσι καταλαμβάνειν Her. — улаживать спор любыми средствами, но не сражениями -
3 ευμεγεθης
-
4 περιεχω
περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным -
5 περιισχω...
περιΐσχω...περιέχω, περιΐσχω(fut. περιέξω и περισχήσω, aor. 2 περιέσχον, inf. aor. περισχεῖν)1) окружать, охватывать, окаймлять(τὸ χωρίον, ἥ περιέχουσα πέλαγος γῆ Plat.)
; pass. быть окруженным(ὑπὸ τῶν πολεμίων Xen.) или теснимым (τοῖς πράγμασι Polyb.)
π. τῷ κέρᾳ Thuc. — совершать фланговый обход;ὅ περιέχων (ἀήρ) Arst., Plut. — атмосфера;αἱ ἐκ τοῦ περιέχοντος διαφοραί Polyb. — климатические различия;αἱ περιέχουσαι (sc. γραμμαί) Arst. — внешние линии (очертания)2) обнимать, охватывать(τινὰ ἀμφοτέραις ταῖς χερσίν Plut.; πάντα τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται Plat.)
τὸ περιέχον καὴ τὸ περιεχόμενον Arst. — объемлющее и объемлемое, тж. общее и частное;ὄνομα περιέχον Arst. — общее имя, т.е. отвлеченное понятие;θάμβος περιέσχεν αὐτόν NT. — ужас объял его3) med. ограждать, защищать, заступаться(τινος Hom.)
4) med. быть привязанным, тяготеть, стремиться, желатьτωύτοῦ π. Her. — стремиться к одному и тому же;
περιείχετο αὐτοῦ μένοντας μέ ἐκλιπεῖν τέν τάξιν Her. — (Амомфарет) хотел (настаивал), чтобы они оставались и не покидали поста5) содержаться, т.е. быть написанным
См. также в других словарях:
διαφοραί — διαφορά moving hither and thither fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαφορᾶι — διαφορᾷ , διαφορά moving hither and thither fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Thukydides — – Parlament; Wien Thukydides ( … Deutsch Wikipedia
διαφορά — Η έλλειψη ομοιότητας ή ισότητας ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα· η διαφωνία. (Μαθημ.) H μονοσήμαντη λύση της εξίσωσης α + x = β, για κάθε ζεύγος (β,α) πραγματικών αριθμών. Η λύση αυτή ονομάζεται δ. β πλην α και συμβολίζεται με (β – α). Η… … Dictionary of Greek
ουλότης — οὐλότης, ητος, ἡ (Α) [ούλος (II)] 1. η ιδιότητα τού σγουρού, το να είναι κάτι βοστρυχώδες, σγουρό, κατσαρό («εἰσὶ δὲ διαφοραὶ τῶν τριχῶν κατά τε σκληρότητα καὶ μαλακότητα... καὶ εὐθύτητα καὶ οὐλότητα», Αριστοτ.) 2. το κοκκώδες, το σπυρωτό («τὴν… … Dictionary of Greek
Εξαρχόπουλος, Νικόλαος — (Νάξος 1874 – Αθήνα 1960). Πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Το 1912 διορίστηκε καθηγητής της παιδαγωγικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου ίδρυσε (1923) το εργαστήριο πειραματικής παιδαγωγικής, και το 1929 έγινε ακαδημαϊκός. Σε αυτόν οφείλεται η… … Dictionary of Greek